06 Φεβρουαρίου 2015

Εκλογές 2015: απολογισμός αποτελεσμάτων ή προγραμματισμός δράσης;



Οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, που γι’ αυτές γράφηκαν και ακούστηκαν πολλά, αυτές που προαναγγέλθηκαν από πολύ καιρό, αλλά προγραμματίστηκαν βιαστικά και διεξήχθησαν με αστραπιαία σχεδόν ταχύτητα και με μια προεκλογική περίοδο λίγων μόλις εβδομάδων, οι μισές απ’ τις οποίες μάλιστα μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αλλά παρόλα αυτά συγκέντρωσαν πάνω τους ενδιαφέρον περισσότερο ίσως από οποιεσδήποτε άλλες στην ιστορία της χώρας, με ατέλειωτες ώρες συζητήσεων, τηλεοπτικών και όχι μόνο, και το ξόδεμα τόνων μελανιού και χαρτιού σε άρθρα ένθεν και ένθεν, αυτές που χαρακτηρίστηκαν σαν οι πιο κρίσιμες των τελευταίων χρόνων και που κατά πολλούς ορίζουν το τέλος της μεταπολίτευσης, τέλειωσαν και πέρασαν πια στην ιστορία.
        
Πριν συνεχίσουμε την κουβέντα μας θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ τα αποτελέσματα των εκλογών όπως δημοσιεύτηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών στο 100% των ψήφων.

                ΚΟΜΜΑ                            ΨΗΦΟΙ         ΠΟΣΟΣΤΟ    ΕΔΡΕΣ
      ΣΥΡΙΖΑ                              2.246.064     36,34 %          149
      Ν.Δ.                                    1.718.815     27,81 %          76
      Χ.Α.                                    388.447        6,28 %            17
      ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ                      373.916        6,05 %            17
      Κ.Κ.Ε.                                 338.138        5,47 %            15
      ΑΝ.ΕΛ.                               293.406        4,75%             13
      ΠΑ.ΣΟ.Κ.                           289.482        4,68 %            13
      ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ.                          152.265        2,46 %           
      ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ         110.827        1,79 %           
      ΤΕΛΕΙΑ                              109.483        1,77 %           
      ΛΑ.Ο.Σ.                              63.698                                 1,03 % 
      ANT.AΡ.ΣY.A.- M.AΡ.S     39.473          0,64 %           
      ΠΡΑΣΙΝΟΙ–ΔΗΜ.ΑΡ.        30.064          0,49 %           
      ΚΚΕ(μ-λ)-Μ-Λ ΚΚΕ            8.030            0,13 %           
       (Ε.Δ.Ε.Μ.)                         7.616            0,12%             












































































Εγγεγραμμένοι
Ψήφισαν
Έγκυρα
Άκυρα/Λευκά
Εκτός Βουλής
 9.911.495
6.330.786 / 63,87 %
6.181.274 / 97,64 %
149,512 / 2,36 %
8,62 %

Μια πρώτη ματιά στα αποτελέσματα των εκλογών δικαιολογούν πολλούς απ’ τους παραπάνω  χαρακτηρισμούς που δόθηκαν σ’ αυτές τις εκλογές, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πάρει μια καθαρή πλειοψηφία και να σχηματίσει κυβέρνηση πρωτόγνωρη για την ελληνική πραγματικότητα, μια κυβέρνηση του αριστερού χώρου κάτι που για τους περισσότερους στη χώρα μέχρι πριν λίγα χρόνια φάνταζε άπιαστο όνειρο, ή απ’ την ανάποδη μακρινός εφιάλτης.

Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως στα αποτελέσματα, τα πράγματα γίνονται ακόμα εντυπωσιακότερα. Θα μας επιτραπεί εδώ, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την ανάλυση, να κάνουμε μερικές συνθέσεις, που ίσως φανούν σε μερικούς αυθαίρετες ή και τυχαίες, αυτό μένει να το κρίνει ο αναγνώστης στη συνέχεια του κειμένου. Ας θυμάται όμως ο καθένας ότι βασίζονται πάνω σε αντικειμενικά στοιχεία και απόλυτα πραγματικά νούμερα.

Διαβάζοντας τους αριθμούς από πιο κοντά, αντιλαμβανόμαστε ένα δεύτερο στοιχείο, ίσως το ίδιο εντυπωσιακό και σίγουρα το ίδιο σημαντικό. Σε μια πορεία κατακόρυφης αύξησης των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ προς τον εκλογικό του θρίαμβο, όχι μόνο δε «λεηλατήθηκε» σε ψήφους η υπόλοιπη αριστερά, αλλά αντίθετα το δεύτερο μεγάλο κόμμα του χώρου, το ΚΚΕ, παρουσίασε μια επίσης, έστω και μικρή, αύξηση των δυνάμεών του. Έτσι στο τέλος, αν θέλουμε να μετρήσουμε τις δυνάμεις της αριστεράς σήμερα και αθροίζοντας σε αυτές το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, αλλά και μικρότερα κόμματα του χώρου, όπως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα Μ-Λ η αριστερά σήμερα στην Ελλάδα, έτσι όπως αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης του Γενάρη, συγκεντρώνει  2.661.769 ψήφους και ποσοστό πάνω από 43%.

Συνεχίζοντας τέτοιου είδους συνθέσεις ανά χώρους θα δούμε ότι αντίστοιχα η δεξιά παράταξη, αθροίζοντας σε αυτήν τη Ν.Δ. και τους ΑΝΕΛ κυρίως, συγκέντρωσε 2.012.221 ψήφους και ποσοστό 32,56%. Το κέντρο, σε αυτό θα βάλουμε το ΠΟΤΑΜΙ, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΔΗΣΟ, την ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ και την ΤΕΛΕΙΑ πήρε μόλις 1.035.973 και ποσοστό 16,75%. Ενώ τέλος ο ακροδεξιός-φασιστικός χώρος, όπως αυτός αθροίζεται από τις δυνάμεις της ΧΑ και του ΛΑΟΣ 452.145 ψήφους και ποσοστό 7,31%.

Ξεκινώντας την εξαγωγή των συμπερασμάτων από τους παραπάνω αριθμούς, θα πάμε ανάποδα στη σειρά. Έτσι στον ακροδεξιό-φασιστικό χώρο βλέπουμε μια σοβαρή συρρίκνωση, αφού το ’12 μόνη της η ΧΑ άγγιξε το 7% και μαζί τα δύο κόμματα ξεπέρασαν τους 523.124 ψήφους και το 8,5%, δηλαδή σε αυτές τις εκλογές έχασαν περίπου το 1/5 των δυνάμεων τους. Ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο χώρος κρατάει αλώβητο τον πυρήνα του και αυτό φαντάζει για μια χώρα σαν την Ελλάδα με τους σκληρούς αντιφασιστικούς αγώνες της περίεργο ή και επικίνδυνο. Για το δεύτερο δε θα διαφωνήσουμε, στην εξήγηση του φαινομένου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ορισμένα στοιχεία, όμως δεν έχουμε πρόθεση να αναλύσουμε εδώ το φαινόμενο του φασισμού, αυτό το έχουμε ήδη κάνει σε άλλο μας κείμενο, αλλά να το δούμε στα πλαίσια της σημερινής πραγματικότητας.

Το πρώτο που πρέπει να δούμε είναι ότι στην Ελλάδα που πάνω από 2 δεκαετίες, από το τέλος του εμφυλίου μέχρι και τη μεταπολίτευση, βίωσε τον απόλυτο εκφασισμό της πολιτικής της ζωής με διάφορους τρόπους, από παρακρατικούς μηχανισμούς μέχρι στρατιωτικά πραξικοπήματα και που οι δυνάμεις αυτές διεκδικούσαν και διεκδικούν το ρόλο του «σωτήρα» της χώρας από τους κομμουνιστές δεν πρέπει καθόλου να μας κάνει εντύπωση η ύπαρξη τέτοιων υπολειμμάτων στην εποχή μας.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να πείσουν ότι εντυπωσιάζονται απ’ αυτή την εξέλιξη τα διάφορα κέντρα εξουσίας και τα κυβερνητικά, μέχρι τώρα, κόμματα. Κι αυτό γιατί είναι γνωστή η σύνδεση του χώρου της δεξιάς με τέτοια στοιχεία σε πολιτικό επίπεδο, η υποστήριξη του ακροδεξιού-φασιστικού χώρου από διάφορους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, ακόμα και η προβολή που απόλαυσε ο χώρος από τα μμε, τουλάχιστον μέχρι και τη δολοφονία του Φύσσα το φθινόπωρο του ’13, όχι και τόσο παλιά δηλαδή.

Ακόμα και σε αυτές τις εκλογές, ο δρόμος που διάλεξε να κάνει πολιτική αντιπαράθεση το κυβερνητικό κόμμα της ΝΔ με την απόλυτη πόλωση και την όξυνση στα όρια της υστερίας από τη μια και η καινούρια διάσπαση στο χώρο του κέντρου λίγες μόλις μέρες πριν τις εκλογές από την άλλη, βοήθησαν ακόμα περισσότερο και έφεραν τη ΧΑ, έστω και με αυτό το χαμηλό ποσοστό, στην τρίτη θέση του εκλογικού σώματος. Εκείνο που το ’12 κατάφερε η συνολική κρίση του συστήματος, το βοήθησε για δεύτερη φορά τώρα η κρίση της πολιτικής του εκπροσώπησης, μα με ένα «ξέφτισμα» των δυνάμεων του όπως είδαμε που αγγίζει το 1/5 της προηγούμενης δύναμής του, αφού η κοινωνία φαίνεται να αναζητά πλέον αλλού τις διεξόδους της.

Περνώντας στο χώρο του κέντρου τα πράγματα είναι πολύ πιο δραματικά. Στο σύνολο ο χώρος, με το ζόρι ξεπέρασε το 16,5%. Μέσα σε αυτό το ποσοστό όμως υπολογίσαμε και δύο κόμματα, την ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ και την ΤΕΛΕΙΑ, που ήταν απόλυτα σίγουρο ότι δε θα έμπαιναν στη βουλή και δε θα έπαιζαν κανένα ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας και όμως συγκέντρωσαν πάνω από 3,5% των ψήφων.

Δηλαδή 220.310 ψηφοφόροι του κέντρου, προτίμησαν να «χαλαλίσουν» την ψήφο τους όχι από κάποια ιδεολογική προσήλωση, αλλά γιατί δεν έβρισκαν κάτι καλύτερο να την κάνουν. Και αυτοί αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ¼ των δυνάμεων του χώρου. Αν λοιπόν αφαιρέσουμε αυτούς τους ψήφους, τότε το κέντρο (δηλ. ΠΟΤΑΜΙ, ΠΑΣΟΚ, ΚΙΔΗΣΟ) μένει με ένα 13% περίπου, όταν το ’12 το ΠΑΣΟΚ μόνο του είχε ξεπεράσει το 12% και παρά τις προσπάθειες που έγιναν τα ενδιάμεσα χρόνια για ανασύνταξη του χώρου (βλ. ΕΛΙΑ) ή για την ανανέωσή του (βλ. ΠΟΤΑΜΙ).

Εκείνο που μπορούμε να πούμε σήμερα για το χώρο είναι ότι τον χαρακτηρίζει η παγίωση της πτώσης της δύναμής και της απήχησής του στην κοινωνία, που σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του σε 5 τουλάχιστον κόμματα και την εξαφάνιση του ιστορικού του στελέχους του Γ. Παπανδρέου από την πολιτική ζωή, δε φαίνεται να έχει ελπίδες για ανασύνταξη το άμεσο τουλάχιστον επόμενο χρονικό διάστημα και πάντως αυτό δε νομίζουμε ότι μπορεί να γίνει μέσα από τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία άλλωστε περνάει κρίση και στο ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς δεν ισχύουν πια οι δύο παράγοντες που την έθρεψαν τα χρόνια μετά τον πόλεμο, δηλαδή από τη μία ο «κίνδυνος» των κομμουνιστών και από την άλλη η αμερικάνικη επικυριαρχία στην πολιτική ζωή της Ευρώπης  μέσω του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ που επέβαλλαν την αμερικάνικη στρατιωτική κυριαρχία και την εξαγορά και επιβολή πολιτικού προσωπικού κυρίως από το χώρο αυτό. Οι εποχές όμως αυτές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς τώρα από τις ΗΠΑ δεν έρχονται πια «πακέτα βοήθειας», αλλά μόνο βόμβες, υποστήριξη και υποδαύλιση πολεμικών συγκρούσεων και οικονομικές κρίσεις.

Στη δεξιά τέλος τα πράγματα δε φαίνονται πολύ καλύτερα. Ο χώρος μόλις που ξεπέρασε το 32,5%, πιο κάτω δηλαδή και από το ιστορικό χαμηλό του 33% του ’09 και μάλιστα αθροίζοντας τις δυνάμεις της ΝΔ με αυτές των ΑΝΕΛ. Ωστόσο τα δύο κόμματα δε μοιάζει να έχουν και πολλά κοινά πλέον, αφού οι δεύτεροι ήδη συνεργάζονται κυβερνητικά με το ΣΥΡΙΖΑ, σε μια στιγμή που η ΝΔ, κάτω από την ηγεσία Σαμαρά, ανοίγει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα χάσματα με το χώρο αυτό σε μια επιλογή πόλωσης και διχασμού της κοινωνίας, που πάει πέρα από τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας.

Η βιασύνη μάλιστα του Σαμαρά να προκαταλάβει τις μετεκλογικές εξελίξεις με συμπεράσματα δημιουργίας εντυπώσεων όπως ότι «η ΝΔ κράτησε τις δυνάμεις της σε αντίθεση με άλλα κόμματα που σήκωσαν το φορτίο διαχείρισης της κρίσης» δείχνει την επιμονή του τελευταίου στη γραμμή πλεύσης με τις ακροδεξιές δυνάμεις και αυτό σίγουρα θα φέρει κι άλλες αναταράξεις στο χώρο της δεξιάς, με απρόσμενα αποτελέσματα και ίσως και ανακατατάξεις που μέλλει να δούμε το επόμενο διάστημα.

Πριν προχωρήσουμε την ανάλυσή μας στο χώρο της αριστεράς θα θέλαμε να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις. Ο τρόπος που γίνεται αυτή η ανάλυση δεν έχει να κάνει ούτε με τον καθορισμό της πολιτικής του κάθε κόμματος, ούτε καν με το χαρακτηρισμό της ή την κριτική της εκ μέρους μας. Το πρώτο ξεφεύγει έτσι κι αλλιώς και από τις δυνατότητες και από τη δικαιοδοσία μας, αφού η πολιτική του κάθε κόμματος είναι αποκλειστική ευθύνη δική του και καμία ανάλυση δεν μπορεί να την καθορίσει. Ούτε και το δεύτερο όμως δεν είναι στις προθέσεις μας, τουλάχιστον όχι στο σημείο αυτό της ανάλυσής μας.

Το λέμε αυτό γιατί εύκολα θα κατηγορηθούμε ίσως ότι τσουβαλιάζουμε πολιτικές εντελώς διαφορετικές, αθροίζοντας νούμερα χωρίς νόημα και προκαλώντας έτσι σύγχυση, στο βαθμό έστω που θα διαβαστεί ή θα γίνει αντικείμενο συζήτησης αυτό το άρθρο.  Ή τουλάχιστον ότι αποδεικνύει σύγχυση δική μας μια τέτοια αυθαίρετη συνάθροιση.

Για να αποφύγουμε μια τέτοια κουβέντα και για να ξεκαθαρίσουμε τους σκοπούς μας, λέμε από τώρα ότι η ανάλυση αυτή δε βασίζεται στις πολιτικές γραμμές των κομμάτων. Δε θέλει δηλαδή να αποδείξει πόσο κέρδισε ή πόσο έχασε εκείνη ή η άλλη πολιτική γραμμή. Εκείνο που προσπαθεί να επισημάνει, είναι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των εκλογών και των αποτελεσμάτων τους, κάτι που νομίζουμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία και θα εξηγηθούμε πάνω σ’ αυτό αμέσως παρακάτω.

Η αριστερά πήρε σε αυτές τις εκλογές συνολικά, έτσι όπως είδαμε και παραπάνω, ένα ποσοστό που ξεπερνάει το 43%. Και η άνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα σκηνικό όχι σύγκλισης των κομμάτων που αποτελούν το χώρο της αριστεράς, αλλά αντίθετα με καθένα απ’ αυτά να κρατάει τις θέσεις του, ξέχωρα από τα άλλα, εκτός βέβαια από αυτά που συνενώθηκαν κάτω από τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ, αρκετό καιρό πριν τις εκλογές ωστόσο.

Τόσο το ΚΚΕ, όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που συμμετέχουν στη μέτρησή μας αυτή (έχει ληφθεί υπόψη και η δύναμη των Μ-Λ που φτάνει σε κάποιο μικρό έστω ποσό ψήφων, όχι όμως και των άλλων δύο  κομμάτων που οι ψήφοι που πήραν, 2.000-2.500, θεωρούμε ότι δεν έχει αξία να θεωρούνται υπολογίσιμες δυνάμεις) είχαν κάνει ξεκάθαρο από πριν από την προεκλογική περίοδο, αλλά και μέχρι το τέλος αυτής, ότι έχουν μεγάλες διαφορές με το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και μεταξύ τους και αυτό δεν άφηνε περιθώρια για κανενός είδους σκέψεις για συνεργασία, κάτι που ίσως με τη σειρά του θα μπορούσε να δημιουργήσει  έναν αέρα νίκης, παρασέρνοντας εντελώς καιροσκοπικά μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό ο χώρος της αριστεράς κατάφερε να κερδίσει ένα τέτοιο ποσοστό, κυρίως βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ και σε ένα μικρότερο βαθμό και το ΚΚΕ. Γιατί όμως το λέμε αυτό, τι σημασία νομίζουμε ότι έχει να βλέπουμε το χώρο συνολικά, όταν οι διαφορές του είναι και εκφρασμένες και καλά κρατημένες;

Πριν απαντήσουμε  στο ερώτημα θα κάνουμε άλλη μια διευκρινιστική παρένθεση. Ίσως σε πολλούς αυτή η αριθμητική να θυμίσει το περίφημα «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» που είπε ο Χαρίλαος το ’84. Και μιας και είναι πρόσφατη η συζήτηση για την αποκαθήλωση του Χαρίλαου από το ΚΚΕ και φοβόμαστε ότι κι εμείς θα μπορούσαμε να έχουμε μια τέτοια αντιμετώπιση με την παραπάνω ανάλυσή μας, όχι βέβαια αποκαθήλωσης γιατί δεν ήμασταν και πουθενά αναρτημένοι για να αποκαθηλωθούμε, αλλά τέλος πάντων μιας απαξίωσης και μιας δικαιολογίας να μη διαβάσει κανείς παρακάτω το άρθρο, θεωρούμε αναγκαίο να πούμε μερικά πράγματα.

Πρώτον, αν η κουβέντα αυτή είχε ειπωθεί το ’81 θα είχε κάποιο νόημα, όσον αφορά την κοινωνική πραγματικότητα που αντανακλούσε, τη διάθεση δηλαδή του λαού να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα τις κατακτήσεις του. Όμως η κουβέντα αυτή δεν ειπώθηκε το ’81, αλλά 3,5 χρόνια μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’84, όταν πια το ΠΑΣΟΚ είχε δείξει πόσο ήταν αποφασισμένο να προχωρήσει και είχε καταγραφεί η πολιτική του ταυτότητα στην πράξη.

Όταν δηλαδή είχε ήδη προχωρήσει το ΠΑΣΟΚ από τα αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα του «ΕΟΚ ΚΑΙ ΝΑΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ» στη συμφωνία για τις βάσεις και από την «Πρωτοβουλία των 6» στην ντε φάκτο παραμονή στο ΝΑΤΟ.

Είχε ξεκινήσει την αποψίλωση της αγροτικής οικονομίας, κατ’ επιταγή της τότε ΕΟΚ, με τα αγροτικά προϊόντα να στέλνονται στις χωματερές αποθαρρύνοντας τους Έλληνες αγρότες και τα ΜΟΠ να αντικαθιστούν την όποια αγροτική πολιτική, μοιράζοντας πλούσιες επιδοτήσεις σε λίγους και εκλεκτούς και κάποια ψίχουλα στους μικροαγρότες, με αντάλλαγμα όμως απαγορεύσεις και διατεταγμένες μονοκαλλιέργειες (μέχρι και η ελιά μπήκε κάποια στιγμή στο στόχαστρο της ΕΟΚικής-ΠΑΣΟΚικής πολιτικής).

Είχε προχωρήσει την αποβιομηχάνιση, κάτω από τις ίδιες επιταγές, με τις μεγάλες βιομηχανίες, τη μια πίσω απ’ την άλλη να εντάσσονται στις «προβληματικές» με μόνο μέλλον και διέξοδο το κλείσιμό τους. Είχε ψηφιστεί ο Ν. 1365/83 με το περίφημο άρθρο 4 που απαγόρευε τις αυξήσεις των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα. Και σε απάντηση για όλα αυτά έπεφταν βροχή τα συνθήματα για «αιθεροβάμονες», για ρετιρέ και ισόγεια μισθών και τα πραξικοπήματα στη ΓΣΕΕ διαδέχονταν το ένα το άλλο με τους διάφορους Ραυτόπουλους. Και ακόμα παραπέρα είχε ξεκινήσει το όργιο των ρουσφετολογικών προσλήψεων στο δημόσιο μέσω των περίφημων κλαδικών.

Η ψήφος λοιπόν του ’84 δεν είχε καμία σχέση με την ψήφο του ’81 και τα κριτήριά της είχαν να κάνουν με τα συνηθισμένα που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να κερδίσει τις εκλογές. Τη ρουσφετολογία από τη μια μεριά και το φόβο από την άλλη σε μια χώρα που δεν άφηνε άλλες διεξόδους με μια ανεργία που κυμαίνονταν στο 15%-20%, με χαμηλούς μισθούς, μηδαμινά αγροτικά εισοδήματα και μεγάλο πληθωρισμό.

Αυτή ήταν η κατάσταση το ’84 και γι’ αυτό η δήλωση για «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» δεν εκτιμούσε κάποια κοινωνική δυναμική, αλλά έκρυβε μια πολιτική κατεύθυνση που έπαιρνε τότε το ΚΚΕ. Μια κατεύθυνση που ξεκίνησε από την καταγγελία για εναλλαγή το ’80, έφτασε μέσα από το ψάξιμο της «ιδιότυπης σοσιαλδημοκρατίας» του ΠΑΣΟΚ στο σύνθημα της πραγματικής αλλαγής μετά το ’81 και κατέληξε στην προσπάθεια για απαλλαγή που έφερε την κυβέρνηση Τζανετάκη το ’89.

Δεύτερον, όσοι σήμερα βιαστούν να κατηγορήσουν εμάς, να τους θυμίσουμε, και αναφερόμαστε στην ηγεσία του ΚΚΕ και δη στην ιστορική του ηγεσία, ότι είναι εκείνοι που τότε ψήφιζαν και με τα δύο χέρια αυτή την πολιτική, είναι εκείνοι που τότε στα κομματικά όργανα (γιατί τότε συμμετείχαμε κι εμείς στο ΚΚΕ), μας κούναγαν απειλητικά το δάχτυλο γιατί διαφωνούσαμε, με αυτό που ισχυρίζονται σήμερα ότι διαφωνούν και αυτοί.

Αν όλο αυτό ήταν ένα κόλπο για να μπορέσει να περάσει το κόμμα σε «συνεπείς» δυνάμεις, που όμως είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί το κίνημα μιας ολόκληρης γενιάς, να φτάσει το κόμμα στο μισό της δύναμής του, κοντά στο 5%-5,5% στις αρχές του ’90, για να προσπαθήσει ξανά από την αρχή και να καταλήξει πάλι στο 5,5% το 2015, τότε συγχωρείστε μας, αλλά με τις μικρές μας δυνάμεις δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μεγαλοφυές αυτό σχέδιο.

Αν πάλι ήταν απλώς λάθη που κάποιοι όμως κατάλαβαν και προσπάθησαν ή προσπαθούν να διορθώσουν, τότε απλώς θα πούμε ότι στους πολιτικούς και δη στους πολιτικούς ηγέτες τα λάθη δεν είναι ανεκτά. Γιατί τα λάθη τους πέφτουν πάνω στις πλάτες των εκατομμυρίων των λαών που τα βιώνουν και τα πληρώνουν καθημερινά. Και αυτό δεν το λέμε εμείς, το έχει πει πρώτος ο Μαρξ, εμείς απλώς το αναπαράγουμε. Κλείνουμε με τις παρενθέσεις και προχωράμε στα ερωτήματα που αφήσαμε να αιωρούνται πιο πάνω.

Μετράμε τις δυνάμεις της αριστεράς σε αυτή την εκλογική μάχη στο 43% συναθροίζοντας διάφορα και διαφορετικά μεταξύ τους κόμματα, γιατί δε θέλουμε να δούμε την πολιτική χροιά των αποτελεσμάτων, να επιβραβεύσουμε ή να κατακρίνουμε εκείνη ή την άλλη πολιτική επιλογή, αλλά μόνο να καταδείξουμε την κοινωνική της πλευρά, βάση και απήχηση, το πώς κινήθηκε η κοινωνία σε αυτές τις εκλογές.

Σε αυτές τις εκλογές, η ελληνική κοινωνία φάνηκε να παίρνει απόφαση, να αλλάξει κατεύθυνση. Και αυτό μπορούμε να πούμε ότι το έκανε σε μεγάλο βαθμό συνειδητά. Και γιατί το λέμε αυτό. Από τη μια έχουμε αρκετά μεγάλο αριθμό νέων ψηφοφόρων που, με φροντίδα της κυβέρνησης, δεν κατάφεραν να ψηφίσουν.

Πρόκειται τόσο για τους νέους των 18 ετών που με παρελκυστικούς τρόπους αποκλείστηκαν, όσο και για τους Έλληνες μετανάστες των τελευταίων χρόνων στο εξωτερικό, που επίσης αποκλείστηκαν και που στην μεγάλη πλειοψηφία τους είναι επίσης νέοι (παρόλο που αυτό είναι δύσκολο να μετρηθεί, αφού η μετακίνηση μέσα στις χώρες της ΕΕ είναι ελεύθερη, χωρίς βίζες και διαβατήρια και ο μόνος κάπως επίσημος αριθμός που βρήκαμε είναι πάνω από 60.000 από το ’11 μέχρι το ’14, χωρίς σε αυτούς να υπολογίζονται αυτοί που έφυγαν προς ΗΠΑ και Αυστραλία).

 Το εκλογικό σώμα δηλαδή αυτών των εκλογών, ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι τα προηγούμενα, ένα εκλογικό σώμα που είχε ψηφίσει ξανά και μάλιστα πάνω από μία φορά κάτι που κάνει αυτή τη στροφή της κοινωνίας ακόμα καταφανέστερη. Με άλλα λόγια αυτή την αλλαγή στην κοινωνία δεν την έφεραν τόσο νέα μυαλά, όσο μυαλά που σκέφτηκαν με νέο τρόπο. Αυτό δεν αποτελεί κάποιο βασικό στοιχείο, οριοθετεί όμως ενδεικτικά έστω ορισμένα ζητήματα.

Το πιο σημαντικό όμως είναι τα ζητήματα που μπήκαν σε αυτές τις εκλογές. Θα έρθουμε εδώ και πάλι σε έναν παραλληλισμό από τα παλιά και συγκεκριμένα απ’ το ’81 αυτή τη φορά. Είναι κάτι που χρησιμοποιήθηκε άλλωστε αρκετά και στην προεκλογική περίοδο και ακόμα σε πολλούς και με τις αναλογίες βέβαια της εποχής, η μία κατάσταση θυμίζει (για καλό ή για κακό)  την άλλη.

Εμείς όμως νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι αντιστρόφως ανάλογα. Και εξηγούμαστε. Το ’81 το ΠΑΣΟΚ βγήκε λεηλατώντας τα συνθήματα της αριστεράς και μάλιστα στα βασικά ζητήματα πάλης της εποχής. Σε μια ξεδιάντροπη, όπως αποδείχτηκε από τις πράξεις του από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησής του, προεκλογική εκστρατεία γεμάτη με αντιιμπεριαλιστικές και αντιμονοπωλιακές κορώνες εμφανίστηκε, και αυτό πέρασε τελικά και στο λαό, σαν η εναλλακτική λύση του συστήματος, οργανικό μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που είναι πρόθυμο να τραβήξει τα όρια του συστήματος λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν. Και σαν τέτοιο ψηφίστηκε κιόλας τελικά. Σαν η εναλλακτική λύση, που δεν πάει μακρύτερα απ’ το κατεστημένο, δε χτυπιέται μαζί του και που μπορεί γι’ αυτό να μην κάνει όσα υπόσχεται ή όσα τέλος πάντων ζητάει η αριστερά, αλλά τουλάχιστον κάνοντας έστω κάποια θα καλυτερεύσει λίγο τους όρους της συμβίωσης του λαού με το υπάρχον σύστημα, που μπορεί να γίνει καλύτερο σε ένα ρεφορμιστικό ρομαντισμό χωρίς όρια.

Στη φετινή προεκλογική περίοδο αντίθετα, οι διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ με τα άλλα κόμματα της αριστεράς, κυρίως με το ΚΚΕ βέβαια για να είμαστε σαφείς και ρεαλιστές, αλλά και με το ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν σαφείς και μεγάλες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαινε με τόσες θέσεις όσες σχεδόν και οι συνιστώσες του, συχνά αντιφατικές ακόμα και μεταξύ τους. Και το μόνο που έμενε καθαρό σαν σύνθημα από την αρχή αυτής της περιόδου, από πριν το ’12 ακόμα, ήταν ότι ήρθε η ώρα της αριστεράς. 

 
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίστηκε παρά σαν τέτοιος, σαν αριστερά και γιατί ήταν το μόνο κόμμα του χώρου που έθεσε αυτό το σύνθημα κι όχι για τα ιδιαίτερα εκείνα ή τα άλλα χαρακτηριστικά του. Εκείνο δηλαδή που τελικά αναδείχτηκε ήταν η ανάγκη ξεπεράσματος και εναντίωσης με το σημερινό κατεστημένο και το σημερινό σύστημα, η ανάγκη να ξεφύγουμε από τις επιλογές της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού που η κοινωνία δεν τις αντέχει πια και, για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές, τις απορρίπτει μαζικά και με τρόπο απόλυτα έκδηλο.

Αυτό υποδηλώνουν και τα ποσοστά. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το ζόρι σκαρφάλωσε λίγο πάνω από το 36%, παρά την καταβαράθρωση της δεξιάς και τη διάλυση του κέντρου, όταν αντίθετα το ΠΑΣΟΚ το ’81 σε αναλογικά παρόμοιες, εκλογικά τουλάχιστον, συνθήκες έφτασε στο θηριώδες 48%. Ενώ τέλος και το ΚΚΕ κατάφερε να συγκρατήσει τις δυνάμεις του, που λίγους μήνες μόλις πριν, στις ευρωεκλογές του ’14, φάνηκε να συρρικνώνονται έως και απειλητικά, αν και σ’ αυτό θα σταθούμε και παρακάτω.

Νομίζουμε ότι σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξετάσουμε και τη στάση που κράτησαν οι τάξεις σε αυτή την εκλογική μάχη. Κοιτώντας τα αποτελέσματα ανά περιφέρεια, τα πράγματα είναι από την αρχή αρκετά ξεκάθαρα και λίγο έως πολύ αναμενόμενα. Πράγματι στις περιοχές με πιο έντονο το εργατικό στοιχείο, όσον αφορά κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα π.χ. Β΄ Αθηνών, Β΄ Πειραιά, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται καθαρά πρώτη δύναμη. Όμως επειδή οι εκλογικές περιφέρειες περιλαμβάνουν μεγάλες γεωγραφικές ενότητες που η σύνθεση του πληθυσμού δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, προσπαθήσαμε να δούμε «πιο μέσα» σε αυτές, ανά Δήμο όπου τα ταξικά χαρακτηριστικά είναι πιο έντονα. Θα σταθούμε στη Β΄ Αθηνών γιατί λόγω της έκτασης και του όγκου των ψηφοφόρων της νομίζουμε ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική.

Εκεί τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά. Οι Δήμοι, αν τους βάλει κανείς στη σειρά με βάση τη δύναμη των κομμάτων και δίπλα σε μια άλλη λίστα με τη σειρά να διαμορφώνεται από το πόσο μεγάλο είναι το ποσοστό της εργατικής τάξης σε κάθε Δήμο, θα δει εύκολα μια σχεδόν απόλυτη ταύτιση: Πράγματι όσο πιο «εργατικός» είναι ένας Δήμος στην ταξική σύνθεση του πληθυσμού του, τόσο πιο μεγάλη είναι η δύναμη που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ανάποδο.

Έτσι στις πρώτες σειρές οι 5 πρώτοι Δήμοι στη Β΄ Αθηνών σύμφωνα με τη δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το Περιστέρι με 43,37%, το Αιγάλεω με 43,10%, το Ίλιον με 42,96%, η Μεταμόρφωση με 42,24% και η Ν. Ιωνία με 42,20%. Ενώ στις τελευταίες θέσεις των Δήμων που ο ΣΥΡΙΖΑ κρατάει μεν την πρωτιά, αλλά παρουσιάζει τα μικρότερα ποσοστά, είναι το Χαλάνδρι με 33,73%, η Αγ. Παρασκευή με 32,99%, το Μαρούσι με 32,92% και η Πεντέλη με 32,76%.Και τέλος οι Δήμοι που αναδεικνύουν πρώτη δύναμη τη Νέα Δημοκρατία, με τη σειρά της δύναμης που της δίνουν, είναι οι Δήμοι Φιλοθέης-Ψυχικού με 48,8%, Κηφισιάς με 42,94%, Παπάγου-Χολαργού με 35,09 %, Παλαιού Φαλήρου με 33,57%, Γλυφάδας με 32,79% και Βριλησσίων με 30,92%.

Τα συμπεράσματα βγαίνουν σχεδόν μόνα τους μετά από αυτή την ανάγνωση. Τον ΣΥΡΙΖΑ στήριξαν μαζικά η εργατική τάξη, τα μισοπρολεταριακά στρώματα και τα πιο φτωχά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων. Αντίθετα τα πιο πλούσια μικροαστικά στρώματα μέχρι και τα μεσοαστικά ήταν αρκετά επιφυλακτικά απέναντί του, ενώ τέλος η αστική και μεγαλοαστική τάξη το καταψήφισαν σε μεγάλο βαθμό.

Το ίδιο συμπέρασμα βλέπουμε και στα αποτελέσματα των Δήμων και των άλλων αστικών περιφερειών. Ενώ στην ελληνική επαρχία, όπου κυρίως αποτελείται από φτωχούς και μεσαίους αγρότες και παρότι εκεί πρέπει να εξεταστούν και σειρά τοπικών ιδιομορφιών, η στροφή προς το ΣΥΡΙΖΑ είναι αποκαλυπτική.

Αυτή η στροφή της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων σε μεγάλη έκταση, σε μια κατεύθυνση απόρριψης του ιμπεριαλιστικού μοντέλου και σε μια πορεία σύγκρουσης με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο και τις επιλογές του, φρόντισαν αυτό να το κάνουν απόλυτα σαφές τα ίδια τα αστικά κόμματα και ιδίως η ΝΔ, είναι το σημαντικό στοιχείο που αναδείχθηκε σε αυτές τις εκλογές.

Το εκπληκτικό είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, μια χώρα της Ευρώπης, μέλος της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, μια χώρα όχι στην περιφέρεια του ιμπεριαλισμού, αλλά στο σκληρό πυρήνα του. Σε μια χώρα που κυριαρχεί μέχρι τώρα άκριτα σχεδόν το ιμπεριαλιστικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο. 

Ένα μοντέλο που καλεί τους λαούς όχι απλά να ανταγωνίζονται, αλλά να αντιμάχονται μεταξύ τους στη λογική του «ο θάνατός σου η ζωή μου», διδάσκοντας ότι μόνο καταστρέφοντας άλλους μπορούμε να ζήσουμε εμείς καλύτερα. Ένα μοντέλο που ήθελε και θέλει, ακόμα και με τη βία, οι λαοί να ζουν όχι αναπτύσσοντας την οικονομία τους, αλλά αντίθετα καταστρέφοντάς την, μετατρέποντάς τους σε απλούς βοηθούς, αλλά και απόλυτα εξαρτημένους  οικονομικά, των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων να συνεχίζουν και να εντείνουν την παγκοσμιοποιημένη πια (όπως αυτάρεσκα διαλαλούσαν) καταλήστευση των λαών, είτε κάνοντάς τους υπηρέτες των σκοπών τους αναπτύσσοντας υπηρεσίες παρακλάδια των μονοπωλιακών κέντρων, είτε παραχωρώντας τα εδάφη τους για να φεύγουν αεροπλάνα γεμάτα βόμβες θανάτου για άλλους λαούς, ή ακόμα και καλώντας τους να στείλουν φαντάρους να παριστάνουν τους χωροφύλακες σε λαούς με τους οποίους τίποτα δεν έχουν πραγματικά να μοιράσουν. Ένα  μοντέλο που έσπερνε και σπέρνει το ρατσισμό και το φασισμό χωρίζοντας τους «από κάτω» σε μετανάστες και ντόπιους, σε δικούς και αλλόθρησκους

Ένα μοντέλο που θέλει μόνο να αγοράζουμε και να καταναλώνουμε, γεμίζοντας και δένοντάς μας με χίλια δάνεια και ατέλειωτες υποχρεώσεις. Ένα μοντέλο που χτυπάει την παιδεία, αλλά επιβάλλει ο καθένας να έχει 3 ιδιαίτερα για τα παιδιά του, διαλύει την υγεία, αλλά αυξάνει τα φακελάκια και τα ιδιωτικά κέντρα υγείας. Είναι αυτό το μοντέλο που όχι απλά απέτυχε, αυτό το κατάφερε άλλωστε η ίδια η κρίση του, αλλά απορρίφθηκε κιόλας από την πλειοψηφία του λαού. Και αυτό το χαρακτηριστικό κάνει αυτές τις εκλογές τόσο ιδιαίτερες, δημιουργεί προοπτικές και ελπίδες από τη μια, αλλά και φόβους από την άλλη, δίνει τόση αίγλη και δημοσιότητα στις εξελίξεις.

Γιατί λοιπόν, μέσα σε μια παγκόσμια κρίση, εκφράστηκε αυτή η αντίδραση στην Ελλάδα; Νομίζουμε ότι σε αυτό θα συμφωνήσουμε με αρκετούς. Η Ελλάδα, παρότι στο σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. ήταν και τα προηγούμενα χρόνια και πολύ περισσότερο είναι και σήμερα, ο φτωχός συγγενής και όχι ο πραγματικός εταίρος.

Αναγκασμένη πάντα να ακολουθεί τις επιταγές και τις κατευθύνσεις των αφεντικών της ευρωζώνης και κρατώντας για τον εαυτό της μόνο το ρόλο μιας κάποιας διαπραγμάτευσης για τα ανταλλάγματα που θα αποσπούσε κάθε φορά που αυτές οι πολιτικές επιταγές καταφέρονταν ενάντια στη ζωή του λαού της (π.χ. αγροτική πολιτική, αποβιομηχάνιση, ακόμα και μεταναστευτική πολιτική πιο πρόσφατα).

Από την άλλη σε τίποτα η θέση της στην ΕΕ δεν τη βοήθησε να αποκτήσει μια ανεξάρτητη πορεία ανάπτυξης και σύμπλευσης με τον υπόλοιπο κόσμο. Αντίθετα διατήρησε άθικτους τους δεσμούς της με το ΝΑΤΟ, εξυπηρετώντας και τα δικά του υπερατλαντικά αφεντικά με κάθε είδους δεσμεύσεις (βάσεις, αγορές αμυντικού εξοπλισμού, αποστολές στρατιωτών κλπ.). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ούτε και απρόσμενο που βρέθηκε την ώρα της κρίσης στη θέση του αδύναμου κρίκου.

Αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις στη θέση της από τη μία, η ίδια η δυναμική του λαού και οι αγωνιστικές παραδόσεις του από την άλλη, ξεσήκωσαν ένα πρωτόγνωρο κύμα αντίδρασης από τους πρώτους κιόλας μήνες της κρίσης. Αντίδραση που άγγιξε σε όγκο ακόμα και τις ίδιες τις πληθυσμιακές δυνατότητες της χώρας,  έφτασε σε πρωτόγνωρο δυναμισμό και ξεπέρασε σε διάρκεια τα 2,5 χρόνια (από το Μάρτιο του ’10 μέχρι το Νοέμβριο του ’12), διαμορφώνοντας μέχρι και εξεγερτικά χαρακτηριστικά και που μπορεί να μην κατάφερε να γίνει τότε το ίδιο αυτό το μεγαλειώδες πραγματικά κύμα της αντίδρασης κάτι παραπάνω λόγω της στάσης, της λογικής και των επιλογών των πολιτικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να το εκπροσωπήσουν και να το προχωρήσουν, αλλά ωστόσο κατάφερε να σβήσει αυταπάτες, να δημιουργήσει αντιστάσεις και να ψάξει διεξόδους σε μια άλλη κατεύθυνση δημιουργώντας χαρακτηριστικά που έφτασαν σήμερα να εκφραστούν με τον τρόπο που είδαμε.

Πού μας φέρνουν λοιπόν αυτές οι εξελίξεις σήμερα; Είναι ικανές και με ποιο  τρόπο και σε ποιο βαθμό, να χαράξουν προοπτικές πέρα και έξω από τα σημερινά καπιταλιστικά αδιέξοδα και σε ποια κατεύθυνση; Αυτά τα ερωτήματα γεννιούνται από την ίδια την πραγματικότητα και είναι σήμερα, λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές, λίγο-πολύ στο μυαλό όλων, ανεξάρτητα από το πώς τα απαντάνε. Πιστεύουμε γι’ αυτό ότι άξιζε λίγο παραπάνω την προσοχή που δώσαμε, τόσο στην ανάλυση της κατάστασης όσο και στα συμπεράσματα που θα εξάγουμε, αποφεύγοντας τετριμμένα και μονοσύλλαβες απαντήσεις.

Είναι αλήθεια ότι μετά την κρίση του ’08 έτσι κι αλλιώς  μπήκαν επί τάπητος πολλά ζητήματα, ακόμα και η ίδια η πορεία του ιμπεριαλισμού. Αφού η κρίση αυτή κατέστησε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που για  κάποιες δεκαετίες φάνηκε να λειτουργεί, όχι απλά ανεπαρκές, αλλά το αχρήστευσε κυριολεκτικά σαν εργαλείο λειτουργίας του συστήματος, κατά τη γνώμη μας μάλιστα σε μια πορεία χωρίς γυρισμό, αν και αυτό είναι ζήτημα άλλης ανάλυσης. Έμεινε έτσι ο ιμπεριαλισμός χωρίς πρόταση διεξόδου και διαχείρισης της κατάστασης και με το φόβο παρόμοιες κρίσεις να επαναληφθούν ή και να επαναλαμβάνονται, πολύ πριν προλάβουν να γιατρευτούν οι πληγές από τις προηγούμενες.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα ο ιμπεριαλισμός έπρεπε να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά. Και η μόνη δυνατή λύση που μπόρεσε να βρει και να προωθήσει, ήταν αυτή που πηγάζει από την ίδια τη φύση του, ο επεκτατισμός τώρα πια ξεγυμνωμένος από οικονομικά και άλλα εργαλεία με καθαρά μιλιταριστικό τρόπο.

Ξεκίνησε μπαράζ συγκρούσεων είτε συνεχίζοντας με περισσότερη ένταση παλιότερες που είχαν ήδη  αρχίσει σε πριν την κρίση (κοντά όμως σε αυτήν, όχι τυχαία) εποχές, είτε δημιουργώντας καινούριες. Δυνάμωσε ακόμα περισσότερο το κυνήγι κατά της τρομοκρατίας (από τη μια χρηματοδοτώντας την συνεχώς και από την άλλη «κυνηγώντας» την σε εισαγωγικά ή και πραγματικά) προσπαθώντας να σπείρει παντού ανέμους πολέμου.

Η αραβική άνοιξη μετατράπηκε σε ατέρμονους εμφύλιους που ξέσπασαν σε μια σειρά χώρες τόσο της Αφρικής όσο και της Μέσης Ανατολής. Οι φωτιές πέρασαν και στην Ευρώπη, πρώτα με τη Γεωργία και μετά με την Ουκρανία. Αυτά με τη σειρά τους ξεκίνησαν νέο κύκλο τρομοκρατικών χτυπημάτων με πιο χαρακτηριστικό το τελευταίο στο Παρίσι και η συνέχεια επί της... ζωής μας.

Είναι γνωστό όμως ότι όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες. Ειδικά στην Ευρώπη που πλήρωσε το μάρμαρο στον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο, αυτή η προοπτική μοιάζει να φοβίζει ακόμα και κομμάτια της αστικής τάξης. Ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα που πολλές φορές μέχρι τώρα και τα μεγάλα αφεντικά της Ευρώπης, ξέσπασαν πάνω της τις φουρτούνες τους με ιδιαίτερα μανία, είτε παλιότερα σαν Ιερά Συμμαχία, είτε στα πιο σύγχρονα χρόνια σαν Άξονας, είτε ακόμα και στην πρόσφατη οικονομική κρίση με την Τρόικα και τα μνημόνια.

Σε μια τέτοια κατάσταση που η θύελλα έχει ήδη ξεσπάσει απειλώντας να ρημάξει ολοκληρωτικά τη χώρα δημιουργούνται ακόμα και στους κρατούντες και στις κυρίαρχες τάξεις, φυγόκεντρες από την κεντρική ιμπεριαλιστική γραμμή  δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο που είδαμε δηλώσεις από χείλια βασικών εκπροσώπων και μελών, ακόμα και της μονοπωλιακής αστικής τάξης της Ελλάδας φιλικές προς το ΣΥΡΙΖΑ, προεκλογικά από την Αγγελοπούλου, το ίδιο το βράδυ των εκλογών από το Μυτιληναίο, ακόμα και στην ανακοίνωση του ΣΕΒ.

Η ίδια η κυβέρνηση, συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μια συνεργασία που θα φάνταζε αδύνατη άλλα χρόνια έως και προδοτική και από τις δυο μεριές των εταίρων, τώρα όχι μόνο γίνεται πραγματικότητα, αλλά και ανεχτή από μεγάλο μέρος της κοινωνίας.Θα πρέπει εδώ να πούμε ότι αυτά τα στοιχεία έχουν να κάνουν και με το ΣΥΡΙΖΑ και τα χαρακτηριστικά του. Ο ίδιος ο Πρόεδρός του προέρχεται από τη μεσοαστική τάξη, όπως και αρκετοί από τους Υπουργούς του.

Όλα τα παραπάνω δεν τα περιγράφουμε για να προχωρήσουμε στην αξιολόγησή τους σαν καλά ή κακά. Είναι άλλωστε κάτι πολύ πέρα απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, είναι απτές πραγματικότητες. Και οι πραγματικότητες είναι τα εργαλεία με τα οποία δουλεύει η πολιτική και όποιος δεν τις χρησιμοποιεί και δεν τις αξιοποιεί, μοιάζει με μάστορα που προτιμάει να κάνει τη δουλειά με γυμνά χέρια ή με παρωχημένα και άχρηστα εργαλεία, αλλά όπως λέει κι η παροιμία τα εργαλεία κάνουν το μάστορα και μάστορας χωρίς εργαλεία δεν υφίσταται.

Όμως, αν οι πραγματικότητες σκιαγραφούν το σήμερα, η αξιοποίησή τους στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, προδιαγράφει το αύριο. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν, να αρνηθούμε τις πραγματικότητες ή έστω να τις απαξιώσουμε στο όνομα κάποιων υποτιθέμενων αρχών. Το ζήτημα είναι ποια κατεύθυνση, πατώντας σε αυτές τις πραγματικότητες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο,  πάμε να διαμορφώσουμε. Και εδώ η συζήτηση ξεκινάει από την αρχή.

Είναι αλήθεια ότι η ανάλυση μιας τέτοιας πραγματικότητας που φαίνεται να διαμορφώνεται πάει πολύ πέρα από τα περιθώρια αυτού του άρθρου. Ελπίζουμε ωστόσο ότι ο διάλογος που θα συνεχιστεί θα δώσει το περιθώριο και την ευκαιρία να καταθέσουμε σύντομα την άποψή μας πάνω στις εξελίξεις αυτές και να τη θέσουμε στη δημόσια συζήτηση.

Δε θα ήταν όμως, νομίζουμε, έξω από τα πλαίσια αυτού του άρθρου να διακινδυνεύσουμε μια πρώτη εκτίμηση όσον αφορά τουλάχιστον το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη γνώμη μας έχει μόνο ένα δρόμο μπροστά του, αυτόν της μετάλλαξης από τη σημερινή του μορφή.

Σε μια πορεία συγχώνευσης και διαχείρισης του κατεστημένου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετεξελίσσεται συνεχώς σε ένα σύγχρονο δεύτερο πόλο εξουσίας, στη θέση της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς όμως τις υπερατλαντικές δεσμεύσεις που αυτή είχε. Και στον αντίποδά του μια κεντροδεξιά παράταξη απαλλαγμένη κι αυτή από φαντάσματα του παρελθόντος και άνευ όρων υποχωρήσεις στα κέντρα εξάρτησης.

Έτσι κάπως ονειρεύονται και ήδη διακηρύσσουν το πολιτικό σκηνικό μερίδα της αστικής τάξης και όχι μόνο. Απέναντι σε αυτό έχουμε να πούμε μόνο τούτο για την ώρα. Είναι καλό να θυμόμαστε και να μην κάνουμε σαν τις μωρές παρθένες χωρίς παρελθόν και ιστορία, ότι ακόμα και πριν οι ΗΠΑ καταφέρουν να παίξουν το ρόλο της πρωτεύουσας ιμπεριαλιστικής χώρας, όπως στα χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έλειψαν ούτε οι κρίσεις, ούτε οι πόλεμοι, τοπικοί και παγκόσμιοι, σαν η μόνη τελική λύση για τη διευθέτηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Ακόμα και πιο πριν, στα χρόνια της πρώτης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ίδια ήταν η μοίρα της ανθρωπότητας. Και τα κόμματα που τα χρόνια αυτά αναπτύχθηκαν και έδρασαν, είτε λέγονται Εργατικοί στην Αγγλία, είτε Σοσιαλδημοκρατία στην υπόλοιπη Ευρώπη που αναλύσαμε και παραπάνω το ρόλο της, είτε τέλος Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, έφτασαν τελικά πολύ πιο μακριά από εκεί που ξεκίνησαν, στην απέναντι ακριβώς όχθη και χρεώθηκαν συχνά τις χειρότερες στιγμές και τις χειρότερες αποφάσεις ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς στο εθνικό τους επίπεδο, ή ακόμα και στο παγκόσμιο.

Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και πάλι η  μετάλλαξή του μα από την άλλη, σε ένα πραγματικό κόμμα καθοδηγητή ενός κινήματος, με οργανωμένες τις λαϊκές δυνάμεις σε πλήρη κίνηση και εγρήγορση και σε μια πορεία αναπόφευκτης, αργά ή γρήγορα, συγκρουσιακής σχέσης τόσο με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα όσο και με την ντόπια μονοπωλιακή αστική τάξη, εκφρασμένης με διάφορους κάθε φορά τρόπους, κάποτε ίσως πιο ήπιους, συχνά όμως με οξύνσεις και σουβλερές αιχμές. Το αν θα μπορέσει να παίξει έναν τέτοιο ρόλο πάει πέρα από τις προθέσεις των μελών του ή εκείνων ή των άλλων στελεχών του. Εμείς έχουμε εκθέσει τη γνώμη μας σε άρθρο που γράφηκε λίγο πριν τις εκλογές. Το σίγουρο είναι πάντως ότι αυτή την εντολή πήρε στις βουλευτικές εκλογές που τελείωσαν μόλις λίγες μέρες πριν.

Εμείς θα κλείσουμε εδώ με μια τελευταία παρατήρηση. Στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται, με όλα όσα δρομολογεί και με όλα όσα έρχεται να λύσει σαν η αρχή μιας πορείας και όχι το τέλος της, ο άλλος πόλος της αριστεράς στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, είναι σε μια κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερα άσχημη κατάσταση στη χειρότερη ίσως στιγμή θα λέγαμε εμείς, τότε ακριβώς δηλαδή που η εργατική τάξη και ο λαός το χρειάζονται περισσότερο από ποτέ. 


Η αμηχανία του μπροστά στα γεγονότα, η ανικανότητά του μέσα σε αυτόν ακριβώς τον κυκεώνα αλλαγής των συνειδήσεων και των πραγματικοτήτων που ζήσαμε και ζούμε ακόμα, να πείσει κάποιο σημαντικό κομμάτι, πέρα από τις στενές δυνάμεις του, η άρνηση και η απραξία του στην ουσία στην πορεία των εξελίξεων, ακόμα και η καταστροφολογική προφητεία στην οποία έχει επιδοθεί από πριν τις εκλογές και συνεχίζει, έστω και σε χαμηλότερους τόνους, να αναμασάει ακόμα και σήμερα, η ακατάπαυστη αιτηματολογική φλυαρία με την οποία υποδέχτηκε τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές, το αποδεικνύουν αυτό με το χειρότερο, αλλά δυστυχώς και τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.

Ωστόσο τα ίδια τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών δείχνουν ότι η εργατική τάξη και οι λαϊκές δυνάμεις, νιώθουν την ανάγκη της ύπαρξης ενός κόμματος δικού τους. Το απέδειξε αυτό η μικρή άνοδος των ποσοστών του σε μια αγωνιώδη προσπάθεια του κόσμου να το κρατήσουν στις εξελίξεις. Πολύ περισσότερο, στον πίνακα με τα αποτελέσματα ανά Δήμους στα αστικά κέντρα παρατηρεί κανείς κάτι πολύ ενδιαφέρον. Σε κείνους τους Δήμους που ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τα μεγαλύτερα ποσοστά του, πολύ πάνω και από τη δύναμη που τελικά συγκέντρωσε πανελλαδικά, στους Δήμους με το έντονο εργατικό στοιχείο, τρίτο κόμμα με 1-2 μόνο εξαιρέσεις, ήταν το ΚΚΕ. Στον πίνακα όπως τον παραθέτουμε δεν έχουμε βάλει αυτό το στοιχείο για λόγους οικονομίας χώρου. Μπορεί όμως εύκολα κανείς να το δει με μια ματιά, ανατρέχοντας στα επίσημα αποτελέσματα του Υπουργείου Εσωτερικών.

Είναι μια ακόμα επιταγή των λαϊκών δυνάμεων και της εργατικής τάξης που βγαίνει μέσα από αυτές τις εκλογές και που μένει και αυτή, κατά τη γνώμη μας, να εκπληρωθεί. Για ένα πραγματικό ΚΚ, ικανό να αναλύει και να χρησιμοποιεί τις πραγματικότητες, να επιβάλλει ουσιαστικά τις κατευθύνσεις που αυτές χρειάζεται να πάρουν και όχι να κοιτάει από τη γωνία της ιστορίας αμήχανο και αδύναμο να αφήνεται να σβήνει στις επετειακές γιορτές για τους περασμένους αγώνες.

Η κοινωνία δε χρειάζεται ούτε παραμύθια με ιππότες που νίκησαν δράκους, ούτε κλάματα για όσους ή και όσα χάθηκαν μέσα στην ιστορική πορεία. Χρειάζεται πραγματικούς, ζωντανούς, ετοιμοπόλεμους και θωρακισμένους με τη μαρξιστική ανάλυση μαχητές για να κερδίσει  τις μάχες που έχει μπροστά της και αυτές που έρχονται. Γιατί πάντα τελικά οι μάχες που έρχονται είναι πιο σημαντικές από αυτές που πέρασαν.





(Ο πίνακας επιλέχθηκε να επισυναφθεί στο τέλος του κειμένου, γιατί λόγω του μεγάλου όγκου του, φοβόμασταν ότι αν έμπαινε κάπου αλλού θα διατάρασσε την ομαλή συνέχεια διαβάσματός του)









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου