11 Ιουλίου 2017

Ο θάνατος του ..εμποράκου




Ο θάνατος του πολιτικού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πριν λίγο καιρό, όχι μόνο συζητήθηκε σε μεγάλη έκταση και με μεγάλη ένταση, αλλά θα έλεγε κανείς ότι έφερε καινούρια έθιμα στην πολιτική συζήτηση στη χώρα. 


Ο ίδιος ο αποθανών αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη μορφή. Τη δεκαετία του ’60 ακόμα με την περίφημη αποστασία του που εγκαινίασε μια εποχή πολιτικής αποσταθεροποίησης και συνεχών παρεμβάσεων του παλατιού, πάντα προς το συμφέρον των ιμπεριαλιστικών κέντρων της εποχής (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ισχυροί της Ευρώπης), απέδειξε την προσήλωσή του στην εξυπηρέτηση των ξένων πατρόνων της χώρας και κέρδισε τον τίτλο του αποστάτη, έναν τίτλο που θα τον ακολουθούσε για πολλές δεκαετίες ακόμα.

Τη δεκαετία του ’80 κατηγορήθηκε ανοιχτά από μερίδα του φιλικού προς το κυβερνόν κόμμα του ΠΑΣΟΚ, αλλά ακόμα και από στελέχη αυτού του κόμματος, για συνεργασία του την περίοδο της κατοχής με τα ναζιστικά στρατεύματα (ΑΥΡΙΑΝΗ…).
Τέλος, ενώ για πολλά χρόνια Υπουργός των δεξιών κυβερνήσεων, προσπαθούσε να χτίσει την εικόνα του κεντρώου πολιτικού εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η εκλογική του έδρα βρίσκονταν στην πάντα δημοκρατική Κρήτη, ωστόσο η σύντομη πρωθυπουργία του (’90-’93), αποτέλεσε την πρώτη νεοφιλελεύθερη στροφή της πολιτικής της χώρας, με χτύπημα εργασιακών χώρων και σάρωμα εργατικών κατακτήσεων στο εσωτερικό, ενώ ταυτόχρονα μετέτρεψε τη χώρα σε άμεσο βήμα των ΝΑΤΟϊκών χτυπημάτων στην τότε Γιουγκοσλαβία και σε δύναμη αποσταθεροποίησης γενικά στα Βαλκάνια, συναινώντας στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στην αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Αλβανία κλπ., όπως ακριβώς όριζαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, απέναντι στα οποία για μια ακόμα φορά δήλωνε απόλυτος και απλός εξυπηρετητής τους.
Από την άλλη και παρόλο που βρίσκονταν στην κεντρική σκηνή και από τους πρώτους τη τάξη υπουργούς επί πολλές δεκαετίες, κατάφερε μόλις για 3 χρόνια να γίνει Πρωθυπουργός και αυτό μέσα σε μια ιδιαίτερα ρευστή εποχή και αξιοποιώντας μοναδικές συνθήκες  που ευκαιριακά δημιουργήθηκαν. Και ενώ κατάφερε να δημιουργήσει μια ολόκληρη οικογενειακή παράδοση «παραγωγής» πολιτικών από την οικογένειά του, δεν ευτύχησε να δει κανέναν από τους γόνους του να παίζει τον κεντρικό ρόλο που θα επιθυμούσε, συνεχίζοντας το έργο του.
Για τη χώρα και το λαό της έκανε εκατοντάδες αρνητικές δηλώσεις και ακόμα περισσότερες αρνητικές προβλέψεις, ακόμα και όταν σε προχωρημένη πια ηλικία, δε συμμετείχε ουσιαστικά στην ενεργή πολιτική ζωή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους και για πολλούς ακόμα στη λαϊκή φαντασία πήρε διαστάσεις σχεδόν μυθικής προσωπικότητας, με την αρνητική όμως έννοια. Για χρόνια ήταν ο «γρουσούζης» της πολιτικής ζωής, ο άγγελος κάθε κακού και κάθε καταστροφής. Χιλιάδες ανέκδοτα, ιστορίες ή και εκφράσεις έχουν κυκλοφορήσει τις τελευταίες δεκαετίες ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, που ενίσχυαν το μύθο αυτό και τα τελευταία χρόνια αναπαράγονταν και στο ίντερνετ.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον περίεργο που μια τέτοια πολιτική καριέρα ήρθε να επισφραγιστεί με τόσο διθυραμβικό τρόπο στο τέλος. Αυτά που ακούστηκαν τις ημέρες του θανάτου του και τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία του ξέφευγαν πράγματι από τις τυπικές αβρότητες και την κάποια αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα που συνηθίζεται να συνοδεύει έναν εκλιπόντα.
Η παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή του γιου του Κυριάκου Μητσοτάκη που ως αρχηγός του κόμματος της αντιπολίτευσης και λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, διεκδικεί στα σοβαρά πλέον την πρωθυπουργία δίνει μια πρώτη ανάγνωση σε όλη αυτή τη μιντιακή προβολή.
Χρησιμοποιήθηκε όμως και σαν μια πολύ καλή ευκαιρία να δώσει καινούρια διάσταση στη συζήτηση που καλά κρατεί από τα γεγονότα του Ιουλίου του ’15 και μετά. Μια συζήτηση που θέλει να πολτοποιήσει την πολιτική σκέψη, ενώνοντας την αριστερά με τη δεξιά και κάνοντάς τες ένα ισοδύναμο μωσαϊκό πάνω στο οποίο ελπίζει να περπατήσει με άνεση η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των ευρωατλαντατικών σχεδιασμών για τη χώρα.
Για να μιλήσουμε και με κοινωνικούς όρους, που εντέλει αυτοί γεννούν και τα πολιτικά αντικατοπτρίσματά τους, η ανάλυση που κάνει και που θέλει να περάσει σαν ντε φάκτο δεδομένο στην κοινωνία αυτού του είδους η λογική μπορεί να συμπυκνωθεί με λίγα λόγια στα παρακάτω συμπεράσματα.
Η αστική τάξη έχει δέσει απόλυτα τα συμφέροντά της με τους υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, βλέποντας μόνο εκεί τη δυνατότητα της ύπαρξης και επικυριαρχίας της. Ακόμα και όταν αυτό φτάνει να γίνεται καταστροφικό για τα χαμηλότερα τμήματά της (μεσοαστούς), όπως συμβαίνει σήμερα, αυτά ανίκανα να αντισταθούν στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου (κυρίως εφοπλιστικού και χρηματιστηριακού) το ακολουθούν, με την ελπίδα μιας προσωπικής διάσωσης.
Σε αυτή την εκτίμηση θα συμφωνούσαμε κι εμείς αβίαστα. Η ιστορία το έχει αποδείξει άλλωστε και σε προγενέστερους χρόνους. Από την άλλη η ίδια η φύση του κεφαλαίου το θέλει να χρησιμοποιεί το εθνικό έδαφος, μέσα από το κρατικό μηχανισμό, σαν εργαλείο καταπίεσης απέναντι στα λαϊκά στρώματα στο εσωτερικό και σαν έδρα εφόρμησης και εξόντωσης τόσο άλλων ανταγωνιστών στο διεθνές περιβάλλον, όσο και περιοχών και λαών ολόκληρων στο κυνήγι νέων αγορών. 

Η μικρή έκταση όμως της χώρας και των δυνατοτήτων της για τη δημιουργία και την εξυπηρέτηση μιας τέτοιας «μηχανής», σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα κρίσιμη και σημαντική θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, κάνει κάτι τέτοιο αδύνατο για το ντόπιο κεφάλαιο, αναγκάζοντάς το έτσι στην υποταγή σε δυνατούς ιμπεριαλιστικούς συμμάχους, ακόμα και με όρους καταστροφικούς για τη χώρα. 
Σε αυτή τη λογική όμως εξομοιώνεται στην ουσία και ο ρόλος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε αυτή την πορεία. Μια ανίσχυρη αστική τάξη, δεν μπορεί παρά να γεννάει και μια αντίστοιχα ανίσχυρη εργατική τάξη. Και να που σήμερα η εργατική τάξη της χώρας μαστίζεται από ανεργία, άρα αντικειμενικά μειώνεται ο ρόλος της στην παραγωγική διαδικασία (σύμφωνα με αυτή την αντίληψη πάντα), από μικρή οργάνωση ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, ελεγμένα και παραδομένα συνδικάτα και μια πολυδιάσπαση στα πολιτικά της υποκείμενα, κάτι που αντανακλάται στις πολλές και συχνές διασπάσεις της αριστεράς.
Συχνά μάλιστα αυτή η ανάγνωση συναντιέται και στην αριστερά και επειδή βασίζεται σε αρκετές αλήθειες, τελικά δείχνει να επικρατεί και να επικουρεί με τη σειρά της αντικειμενικά τη συζήτηση περί μη διαφορών αριστεράς και δεξιάς. Έτσι όχι μόνο δικαιολογείται η προδοσία της ομάδας Τσίπρα, αλλά αναδεικνύεται σε μονόδρομο η υποταγή και σε επιλογή η αυτοδιάλυση και της οικονομίας, αλλά και της χώρας της ίδιας. 

Ο μόνος διάλογος γίνεται πλέον στο πόσο νωρίτερα έπρεπε να έχουν παρθεί τα μνημονιακά μέτρα και σε ποια ένταση πρέπει να εφαρμοστούν τα καινούρια. Όχι για να δώσουν κάποια διέξοδο ή να δημιουργήσουν έστω κάποιες προϋποθέσεις αποτελμάτωσης της χώρας, αλλά μόνο και μόνο γιατί αυτό θέλουν οι ευρωατλαντικοί αφέντες.
Το λάθος που γίνεται εδώ (ή η σκόπιμη διαστρέβλωση) είναι ότι δίνεται αντικειμενική διάσταση σε καθαρά υποκειμενικές καταστάσεις και αποσιωπάται εντελώς η αντικειμενική πλευρά της κατάστασης. Και εξηγούμαστε.
Ναι, είναι αλήθεια ότι σήμερα η εργατική τάξη βιώνει μεγάλη ανεργία και τα άλλα λαϊκά στρώματα (μικρή αγροτιά, μικροαστικά στρώματα και φτωχή διανόηση) πιέζονται κι αυτά με τη σειρά τους αφόρητα και δεν αφήνονται να παίξουν τον παραγωγικό τους ρόλο. Όχι όμως σαν μια αντικειμενική διαδικασία, ούτε σαν δική τους επιλογή, αλλά μόνο σαν μια από τα έξω επιβολή που δεν αφήνει κανένα περιθώριο ούτε καν για προσωπικές διασώσεις και γι’ αυτό δημιουργώντας την αντικειμενική και πλήρη αντίθεση αυτών των στρωμάτων με τα συμβαίνοντα.
Όσον αφορά τα όργανα της ταξικής πάλης και τη σημερινή τους κατάσταση, αυτή δεν αντανακλά ούτε την ανάγκη της τάξης, ούτε την ωρίμανσή της. Αντίθετα εκείνο που αντανακλά είναι τα αποτελέσματα των χρόνων της αστικής παρέμβασης με κάθε μέσο, εξαγορά, εξαπάτηση, κυνηγητό. Αντίθετα η εργατική τάξη και το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων και παρά την έλλειψη στην οργάνωσή τους εξέφρασαν με ιδιαίτερη ένταση την αγωνιστική τους διάθεση όλη την περίοδο ’10-’15, αλλά και μέχρι σήμερα με απεργίες από τη ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ μέχρι τους ΟΤΑ, με τις πλατείες και με κάθε τρόπο.
Γιατί, αντίθετα από την αστική τάξη που ενδιαφέρεται πρώτα απ’ όλα για την ιμπεριαλιστική ηγεμονία και αυτό γίνεται κατά κανόνα σε βάρος της ίδιας της χώρας, της εθνικής κυριαρχίας και ανάπτυξης και μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να δώσει κάποιους απατηλούς δείκτες που αργά η γρήγορα η χώρα θα καλεστεί να πληρώσει με βαρύ τίμημα και αυτό έχει αποδειχτεί ιστορικά, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα έχουν συμφέροντα που μόνο μέσα στα πλαίσια της εθνικής ανεξαρτησίας και ανάπτυξης μπορούν να εξυπηρετηθούν.
Η αριστερά και η δεξιά έχουν, λοιπόν, αντικειμενικά τεράστιες διαφορές. Και οι ραγιάδες, υπόδουλοι και εξαγορασμένοι πολιτικοί δεν μπορούν να ταυτίζονται με το σύνολο της πολιτικής. Όποια ταμπέλα και αν χρησιμοποιούν κατά καιρούς, είναι τελικά η ίδια τους η πράξη που δείχνει κατάφωρα και χωρίς έλεος την πραγματική τους ταυτότητα. Δεν είναι άλλωστε ελληνικό μόνο αυτό το φαινόμενο. 

Στο παγκόσμιο στερέωμα έχουμε πολύ πιο τρανταχτά παραδείγματα. Κορυφαίο ο Γκορμπατσόφ, που αν και έκανε καριέρα σαν Γραμματέας του ΚΚΣΕ, του κόμματος της Οκτωβριανής Επανάστασης, κανείς σήμερα, ούτε καν ο ίδιος, δε θα διανοηθεί να τον πει κομμουνιστή. Γιατί στην πολιτική όσα λόγια και αν ειπωθούν, είναι πάντα η πράξη αυτή που θα καθορίσει τις ταμπέλες.   



Η ραγιάδικη πολιτική είναι πάντα δεξιά πολιτική, πολιτική ταυτισμένη με τα συμφέροντα μιας τάξης που ξανά και ξανά και σήμερα ακόμα μια φορά βυθίζει τη χώρα στην άβυσσο και στη διάλυση. Η αριστερή πολιτική είναι η μόνη που και ιστορικά και σήμερα μπορεί να ανοίξει το δρόμο μιας πραγματικής ανάκαμψης της χώρας, μέσα από τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, εθνική κυριαρχία και πρόοδο, ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και σε κάθε περίπτωση απέναντί τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου