30 Αυγούστου 2014

Μια απάντηση για ένα διάλογο



Άκουσα την ομιλία που είχες κάνει στις αρχές του καλοκαιριού στην εκδήλωση με τίτλο «Αναιρέσεις». Τη βρήκα πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά καλή ανάλυση των σημερινών συνθηκών και σε πολλά σημεία συμφωνώ με τις εκτιμήσεις σου. Υπάρχουν  ωστόσο ορισμένα σημεία τα οποία θα ήθελα να κουβεντιάσουμε πιο αναλυτικά και στα οποία θα είχα να παραθέσω κάποιες σκέψεις λίγο συμπληρωματικές, αλλά και λίγο διαφορετικές ίσως. Με αυτό μου το κείμενο θα σταθώ σε δύο απ’ αυτά τα σημεία και ελπίζω να ξεκινήσουμε έτσι έναν ακόμα διάλογο για τα ζητήματα της εποχής.


Ξεκινάς την ομιλία σου με μια ανάλυση της πραγματικότητας στην Ελλάδα μετά την πρώτη περίοδο της κρίσης, των μέτρων αντιμετώπισής της και των μεγάλων αντιδράσεων που αυτά γέννησαν, προχωρώντας αργότερα σε μια εκτίμηση πιο γενικευμένη σε παγκόσμια κλίμακα.

Παρότι θα συμφωνήσω σε αρκετά σημεία μαζί σου, θα αδράξω την ευκαιρία να σου παραθέσω τη δική μου γνώμη και ανάλυση για τα γεγονότα των τελευταίων ετών και τα αποτελέσματά τους όπως τα ζούμε σήμερα, παίρνοντας αφορμή μια σου φράση, που συμπυκνώνει νομίζω σε ένα βαθμό και τη θέση-ανάλυση που παραθέτεις. Λες σε ένα σημείο: "Υπάρχει μια βάση σε όλα αυτά βέβαια, αλλά η βάση η πραγματική είναι μόνο ότι δε θα τους νικήσουμε με ένα ντου. Ότι είναι δύσκολο το πράγμα και έχουμε μπροστά μας ένα μαραθώνιο, όχι έναν αγώνα σπριντ".


Ξεκινώντας από αυτό, αναρωτιέμαι. Αυτό αποτελεί άραγε πολιτική εκτίμηση; Και γιατί, όταν απευθυνόμαστε προς τα κάτω και προς τα έξω, φερόμαστε σαν να έχουμε να κάνουμε με 15χρονα μαθητούδια που παρασύρονται από νεανικό ενθουσιασμό, όταν στην πραγματικότητα το κοινό μας είναι πάντα ή σχεδόν πάντα και πάντως κυρίως, εργαζόμενοι, ιδεολογικοπολιτικά αφυπνισμένοι, αριστεροί, με αρκετές εμπειρίες ταξικών αγώνων στην πλάτη τους και οπωσδήποτε με πολύ λιγότερο ενθουσιασμό κι απ’ ότι ίσως θα έπρεπε και όχι πάντα λόγω ηλικίας, μην ξεχνάμε ότι κι εμάς προσωπικά κατάφεραν να μας «κλέψουν» τον ενθουσιασμό μας πολύ πριν μπούμε στα 30.


Το ζήτημα της εξέλιξης του κινήματος των τελευταίων χρόνων, έχει να κάνει με πολύ ουσιαστικότερα αίτια από το αν είναι εύκολη ή όχι η νίκη. Μια τέτοια εκτίμηση άλλωστε, θα μπορούσε να στέκει στο βαθμό που οι μάχες των προηγούμενων χρόνων είχαν δοθεί με ένα στόχο και με ένα σκοπό, αυτόν που υπονοείς παρακάτω, την εξουσία. Δεν μπορούμε να νικήσουμε με ένα ντου, λες. Να νικήσουμε σε τι; Ποιος ήταν ο στόχος του αγώνα; Τι θα σηματοδοτούσε άραγε τη νίκη;


Για να μετρήσεις τα βήματα προς το στόχο και να εκτιμήσεις νίκες και ήττες, πρέπει πρώτα να τεθεί ο στόχος, να οριστεί με σαφήνεια, να παλευτεί με συγκεκριμένους τρόπους, να αναμετρηθεί σε συγκεκριμένα σημεία, μικρότερες μάχες, ορισμένα πεδία και δυνάμεις.


Τι απ’ όλα αυτά έγινε τα χρόνια που προηγήθηκαν; Στον πολιτικό χώρο της αριστεράς, δεν έχει ανοίξει ακόμα καλά-καλά η κουβέντα για το τι ήταν αυτό το κίνημα. Και στο βαθμό που αυτή η κουβέντα γίνεται, κυρίως από το ΚΚΕ, αποσκοπεί στην πλήρη απαξίωση, μέσα από μια ελιτίστικη υπεροχή. Αυτό δεν αποδεικνύει ωστόσο τα χαρακτηριστικά του κινήματος, αλλά αναδεικνύει την ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού της αριστεράς, στο σύνολό του, να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του κινήματος που δημιουργήθηκε, αλλά και της κοινωνίας εν γένει.


Για τους μαρξιστές η κοινωνία και οι ανάγκες της δεν είναι απλώς μια δοσμένη πραγματικότητα υποχρεωμένη να κινείται με ορισμένους από τα πριν νόμους, με τη μαθηματική ακρίβεια των ιδανικών συνθηκών μιας πειραματικής συστοιχίας. Κι αυτό γιατί, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να μπει σε δοκιμαστικούς σωλήνες. Τα πράγματα εξελίσσονται πάντα in vivo και εκεί δεν υπάρχουν «κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας», αλλά η ωμή πραγματικότητα των χιλιάδων πιέσεων, δυνάμεων και συνθέσεων και των απρόσμενων αποτελεσμάτων τους. Γι’ αυτό ο Μαρξ μαμή της ιστορίας δεν ονόμασε τους νόμους κίνησης, αλλά την ταξική πάλη. Δηλαδή τη συνεχή, ανειρήνευτη αναμέτρηση ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις και τα συμφέροντά τους και τη θέση και την κίνηση των υπόλοιπων κοινωνικών μαζών απέναντι σε αυτή τη μάχη.


Ποιος έδωσε στη συγκεκριμένη συγκυρία αυτή τη μάχη σε πολιτικό επίπεδο και με ποια θέματα αιχμής, με ποια κατεύθυνση και προοπτική; Από την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, όπως περιγράφεις και ο ίδιος, μετά την αρχική αμηχανία, που τη συνόδευσε όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η ωμή βία των χημικών, του κυνηγητού, της προβοκάτσιας (ιδέ MARPHIN) και της τρομοκρατίας, για πτωχεύσεις, εμφύλιους και διάλυση της κοινωνίας, άρχισαν να έρχονται τα πρώτα επιχειρήματα, οι ανασυντάξεις και οι άμεσοι στόχοι.


Έτσι από το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου περάσαμε στην «εκκαθάριση» του πολιτικού κόσμου (δίκη Τσοχατζόπουλου). Από την κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας του Παπαδήμα στην τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Από τις παρελάσεις της ΧΑ στη δολοφονία του Φύσσα και στο «κυνήγι» της από την κυβέρνηση Σαμαρά. Με στόχο, αρχικά να μην πτωχεύσουμε, μετά να βγούμε στις αγορές και τελευταία να πετύχουμε πλεόνασμα και ανάπτυξη. Και εργαλεία βέβαια τα γνωστά, ραγδαία άνοδο της ανεργίας, απόλυτη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, χτύπημα κάθε εργατικού κεκτημένου, αλλά και αναπόφευκτη διάλυση της οικονομίας, ακόμα και με την αστική έννοια. Γιατί αυτό είναι η ταξική πάλη και έτσι διεξάγεται, με ανελέητο χτύπημα της μιας τάξης πάνω στην άλλη, μέχρι τέλος, ή τουλάχιστον μέχρι εκεί που το επιτρέπει κάθε φορά η δύναμη της κάθε τάξης, οι συνθήκες της εποχής και η αντίσταση του αντιπάλου.


Απέναντι σε αυτά τι αντέταξε το πολιτικό προσωπικό της εργατικής τάξης, σε όλο το φάσμα που θα μπορούσε κανείς να το προσδιορίσει, (το αφήνω αυτό σε σένα). Από την αρχική αμηχανία και σε αυτή την πλευρά του νομίσματος (δε σάστισαν μόνο οι αστοί από την έκταση και τη δυναμικότητα της κρίσης, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας), περάσαμε στη σχεδόν χαιρέκακη διαπίστωση του «εμείς τα λέγαμε», που διαπιστώνεις κι εσύ πόσο ανούσια είναι.


Από τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις ή ακόμα και τις ξεχωριστές απεργίες, φτάσαμε στις κοινές παρουσίες στο Σύνταγμα, σχεδόν αναγκαστικά επιβεβλημένες από την κίνηση των μαζών, πάντα απρόθυμα και αμήχανα από την πλευρά των ηγεσιών, όλων των ηγεσιών του φάσματος της αριστεράς και ακόμα περισσότερο της κομμουνιστικής αριστεράς.


Από τις μεμονωμένες κλαδικές απεργίες, στις ογκωδέστατες σε κόσμο και παλμό πανελλαδικές απεργίες. Από τις σποραδικές και σχεδόν τυχαίες παρουσίες διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, στις αλλεπάλληλες και καθολικές διαμαρτυρίες παντού, στις παρελάσεις, όπου υπήρχαν παρουσίες πολιτικών προσώπων του κυβερνώντος κόμματος, ακόμα και σε συναυλίες κυβερνητικών τραγουδιστών. Μια ολόκληρη κοινωνία που αντιδρούσε, ενώ οι οργανωμένες δυνάμεις της κοιτούσαν, σχεδόν σαστισμένες το ίδιο από την αντίδραση της κοινωνίας, όσο και από την ίδια την καπιταλιστική κρίση.

Έτσι φτάσαμε από τις 4 δολοφονίες της οργανωμένης προβοκάτσιας της 5ης του Μάη στους δύο νεκρούς από χημικά, τον 50χρονο οικοδόμο και τον 65χρονο συνταξιούχο στο Σύνταγμα, που κανείς όμως δε θυμάται τα ονόματά τους και κανείς ποτέ δεν τους μνημόνευσε.


Από τις διαμαρτυρίες της μούντζας, στην οργανωμένη συμμετοχή στις πορείες και στις απεργίες, απεργίες που εκτός από πανελλαδικές πέρασαν τώρα και στους χώρους δουλειάς, με αποκορύφωμα τη ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ.


Από το «πέρασμα» κάποιας στιγμής ή και λίγης ώρας από την πλατεία, στην ατέλειωτη παραμονή του κόσμου στις πορείες που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ο κόσμος κατέβαινε αποφασισμένος και οργανωμένος να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία, τα χημικά, τους «μπαχαλάκηδες», τις προσαγωγές και τις συλλήψεις με τις κατασκευασμένες κατηγορίες. Και σε μεγάλο βαθμό αυτά τα αντιμετώπισε, έστω και ανοργάνωτα, με δράσεις μεμονωμένες αλλά και ομαδικές, με  αποφασιστικότητα πρωτόγνωρη.


Ωστόσο το μόνο που μεγάλωνε μαζί με τον όγκο των πορειών και την αποφασιστικότητα του κόσμου, ήταν το μέγεθος της αντίδρασης και ο όγκος των χημικών που δέχονταν οι διαδηλωτές χωρίς τελειωμό σε κάθε πορεία, σε κάθε απεργία.


Η χώρα έμοιαζε να ζει για δυο χρόνια σχεδόν μια ατέλειωτη «ματωμένη Κυριακή» σαν σε γκρίζα ζώνη του λυκόφωτος, ένα ατέλειωτο ντεζαβού, χωρίς νόημα και διέξοδο. Αφού καμιά μπολσεβίκικη ηγεσία, κανένας ηγέτης σαν άλλος Λένιν δε βρέθηκε να χαράξει δρόμο και να οδηγήσει ένα ήδη ενωμένο και μεγαλειώδες κύμα αντίδρασης, έτσι που να το κάνει πραγματικό κίνημα.


Αντίθετα οι ηγεσίες της εργατικής τάξης πώς αντέδρασαν; Η Παπαρήγα, κήρυξε πρόωρα το τέλος των κινητοποιήσεων και τη δουλειά σπίτι το σπίτι, γραφείο το γραφείο και χωράφι το χωράφι διώχνοντας τον κόσμο από το πεδίο της μάχης. Οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κρύφτηκαν πίσω από τη μικρή δύναμή τους για να αποφύγουν τις ευθύνες τους, αλλά και την πραγματική αδυναμία τους να πάρουν θέση και να ορίσουν στόχους και ζητήματα πάλης. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, άφησε πρώτα να «ξεφουσκώσει» και να καταλαγιάσει όλη αυτή η αντίδραση για να βγει προεκλογικά και να καλέσει σε πάλη για την εξουσία μέσα από τις κάλπες του συστήματος.


Αυτά όλα δεν είναι «κάποιο ντου που δεν πέτυχε», αλλά η απόλυτη ήττα ενός πολιτικού προσωπικού που στάθηκε το λιγότερο μικρό και αδύναμο, ίσως και κάτι περισσότερο σε μερικές περιπτώσεις, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, πολύ πίσω από τον κόσμο που έπρεπε να καθοδηγήσει. Και το μόνο που έδειξε καθαρά είναι ότι η τόσα χρόνια παραμονή αυτού του πολιτικού προσωπικού μακριά από την κοινωνική πραγματικότητα, η απομάκρυνσή του από τη μάζα, τα προβλήματα και την κίνησή της το οδήγησε σε μια σχεδόν αποχαυνωτική αφ’ υψηλού ανάλυση που έχει αξία μόνο για τα κιτάπια κάποιων ιστορικών του μέλλοντος, αδυνατεί όμως (και σε κάποιο μέρος του δε θέλει κιόλας βολεμένο μια χαρά στις «καταχτημένες» θεσούλες του) να παίξει το ρόλο του και έτσι και ανάξιο να παίξει και οποιοδήποτε ρόλο τελικά μέσα στη ζώσα κοινωνία.


Εκείνο που μένει καθαρό μέσα από όλη αυτή την εμπειρία των τελευταίων 3-4 χρόνων, είναι ότι η συζήτηση πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Είναι ώρα πια να αφήσουμε τις συζητήσεις για το τι μπορεί ή δεν μπορεί, για το τι θέλει ή δε θέλει να κάνει η εργατική τάξη και ο λαός και να αποφασίσουμε να συζητήσουμε το δικό μας ρόλο, για το πώς είναι ανάγκη εμείς, το πολιτικό προσωπικό της τάξης, ή όσοι θέλουμε να τοποθετούμε τον εαυτό μας σε αυτό, να διατάξουμε τις δυνάμεις μας, να προσανατολίσουμε τη σκέψη μας, να δούμε το ρόλο μας. Όχι σε μια λογική ομφαλοσκοπικής ανάλυσης κρισιακών δεδομένων, αλλά στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος του μέχρι τώρα ρόλου και προοπτικής μας.


Με άλλα λόγια είναι καιρός οι Έλληνες κομμουνιστές, έχοντας περάσει μέσα από εμφύλιους, κυνηγητά, χούντες, εισβολές και αλλεπάλληλα χτυπήματα, αλλά και μέσα από λάθη, παλινωδίες και υποχωρήσεις που μας ανάγκασαν για πολλά χρόνια, ακόμα και για γενιές ολόκληρες, να παλεύουμε κάθε μέρα και κάθε ώρα, ακόμα και για να έχουμε απλώς θέση και ύπαρξη μέσα στην κοινωνία, να ξεπεράσουμε αυτή την περίοδο όπου κινούμασταν σχεδόν παράλληλα με την κοινωνία, παλεύοντας με φαντάσματα, ενοχές και διακηρυγμένους ή όχι εχθρούς και να γίνουμε η ηγετική δύναμη της κοινωνίας, δύναμη εξουσίας της κοινωνίας, θέτοντας στόχους, αφυπνίζοντας συνειδήσεις, κινητοποιώντας δυνάμεις, οδηγώντας τις εξελίξεις.


Γνωρίζοντας ότι αυτό ανοίγει μεγάλη κουβέντα, θα σταματήσω για την ώρα εδώ, περιμένοντας και τη δική σου αντίδραση. Το δεύτερο σημείο, στο οποίο θα ήθελα να βάλω τη γνώμη μου για όσα συμβαίνουν έχει να κάνει με την ανάλυση που παραθέτεις για το φασισμό και τα διάφορα μορφώματά του, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Παίρνω αφορμή και πάλι από μια φράση σου, αφού δεν πρόκειται για κάποια κριτική ή για διαφωνία πάνω σε αυτά που λες, αλλά μόνο για μια ευκαιρία να πω τη γνώμη μου. Λες σε ένα σημείο: "Τέρατα υπάρχουν και δεν πρέπει να τα υποτιμήσουμε, αλλά δεν είναι τόσο πολύ σαν τα τέρατα του Γκράμσι ακόμα, ούτε σαν τα μοντέρνα τέρατα της παλιάς ιταλικής ταινίας, του ιταλικού νεορεαλισμού".


Συνολικά, λοιπόν, για το πώς εμφανίζονται τα διάφορα φασιστικά μορφώματα σήμερα και τι σημαίνει αυτό θα ήθελα να πω και καταρχήν, ξεκινώντας, να επισημάνω ότι οι διαφορετικές εκφράσεις ενός φαινομένου, ενός κοινωνικοπολιτικού φαινομένου, δεν αναιρούν το χαρακτήρα του, αλλά αντιστοιχούν στις διαφορετικές ιστορικές στιγμές στις οποίες κάθε φορά εμφανίζεται.


Ο φασισμός είναι η πιο ωμή, η πιο βίαιη, η πιο στυγνή έκφραση του ιμπεριαλισμού και παραμένει τέτοιος και σήμερα είτε εμφανίζεται με τη μορφή της «λαϊκής στήριξης» όπως στην Ουκρανία, είτε με τη μορφή της αντεπανάστασης όπως στη Βενεζουέλα, είτε με τη μορφή της μιλιταριστικής επίδειξης δύναμης και σκληρής ωμότητας όπως στη Γάζα, είτε με τη μορφή του ξενοφοβισμού όπως στη Δυτική Ευρώπη.


Όπως ο  πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, έτσι κι ο φασισμός είναι η συνέχιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης όταν τα κοινά και συνηθισμένα πολιτικά μέσα έχουν αποτύχει.


Ο καπιταλισμός, και ο ιμπεριαλισμός σαν στάδιό του, έχει αυτό το χαρακτηριστικό σε σχέση με τα προηγούμενα κοινωνικοοικονομικά συστήματα:  η καταπιεσμένη τάξη, η εργατική τάξη, χρειάζεται να είναι και είναι ελεύθερη τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Ελεύθερη δηλαδή, να συνδιαλέγεται τους όρους της εκμετάλλευσής της ατομικά και ομαδικά, αλλά και να συνδιαλέγεται και σε ένα βαθμό να αποφασίζει και τους όρους της κοινωνικής της καταπίεσης.


Έτσι η εργατική τάξη πρώτα, αλλά και τα άλλα στρώματα της κοινωνίας, εκφράζονται πολυποίκιλα, μέσα από κόμματα, συνδικαλιστικές ενώσεις και χίλιες δυο άλλες συλλογικότητες, που για πρώτη φορά η κοινωνία "ανακαλύπτει" και χρησιμοποιεί στον καπιταλισμό.


Σε συνθήκες ομαλές, που η εξουσία της αστικής τάξης δείχνει να συμβαδίζει με την κοινωνία και τις ανάγκες της, έστω και σε κάποιο βαθμό, η πολιτική της ηγεμονία και υπεροχή, μπορεί να εξασφαλιστεί και εξασφαλίζεται μέσα από τους πολιτικούς της εκφραστές. Σε τέτοιες συνθήκες η αστική τάξη μια χαρά ανέχεται και τις εργατικές ενώσεις και τις άλλες λαϊκές συλλογικές εκπροσωπήσεις, ακόμα και τα επαναστατικά κόμματα καμιά φορά, έστω κι αν τα τελευταία προσπαθεί πάντα να τα υπονομεύσει και να τα εξοστρακίσει.


Σε συνθήκες όμως, όπως σε περιόδους κρίσης, όταν η αστική τάξη αδυνατεί να εξουσιάσει, αποδυναμωμένη οικονομικά, απομονωμένη κοινωνικά και απαξιωμένη πολιτικά, αντιδράει αυτόματα χτυπώντας όχι μόνο οικονομικά, αλλά και κοινωνικά και πολιτικά, δρώντας με τη λογική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που επιβάλλει, όταν δεν είσαι αρκετά ικανός, να εξασθενείς όσο μπορείς περισσότερο τους αντιπάλους σου ή τουλάχιστον να τους κάνεις να φαίνονται χειρότεροι από σένα.


Με άλλα λόγια όσο περισσότερο εξαθλιώνει την εργατική τάξη και τις άλλες κοινωνικές ομάδες, μεταφέροντάς τους τα βάρη της κρίσης που η ίδια δημιουργεί και ανακυκλώνει, τόσο προσπαθεί να εμποδίσει κάθε δυνατότητά τους να αντιδράσουν, χτυπώντας καταρχήν τις όποιες λαϊκές συλλογικές εκφράσεις και εκπροσωπήσεις, συνδικάτα, ενώσεις έως και αντίπαλα κόμματα, πρώτα ιδεολογικοπολιτικά, φτάνοντας μέχρι και σε απαγορεύσεις και κυνηγητά (ιδέ Κ.Κ. Ουκρανίας).


Χρησιμοποιεί γι' αυτό τις ίδιες τις δικές της εξαγορασμένες ηγεσίες τόσο στο μαζικό όσο και στον πολιτικό χώρο, τα ίδια τα δικά της όπλα της εξαγοράς και της διαφθοράς, που είναι συνήθως η πρώτη αιτία την οποία κατηγορεί για το ξέσπασμα των κρίσεων, φτάνοντας με τη βοήθεια των μηχανισμών της τής μαζικής προπαγάνδας, στη φτηνή έως και χυδαία απάρνηση όλων των εκπροσωπήσεων και όλων των συλλογικοτήτων μέσα από την ανάγκη  μιας υποτιθέμενης "κάθαρσης" .


Φτάνει στο σημείο να χτυπάει, πρώτη αυτή, και το ίδιο το δικό της πολιτικό προσωπικό, θυσιάζοντάς το προκειμένου να απενοχοποιήσει και να σώσει το σύστημα και την κυριαρχία της. Όσο πιο μεγάλη και πιο βαθιά είναι μάλιστα η κρίση κάθε φορά, τόσο πιο ανίκανη και τάχα μόνη υπεύθυνη παρουσιάζει την πολιτική της ηγεσία (ας μην ξεχνάμε ότι μετά τη μικρασιατική καταστροφή έφτασε να εκτελέσει 6 ηγετικά πολιτικά της στελέχη).


Το κατά πόσο αυτή η διαδικασία θα φτάσει σε πολιτικό φασιστικό μόρφωμα και κατά πόσο στη συνέχεια αυτό θα μπορέσει να γίνει κυρίαρχο, εξαρτάται από δύο παράγοντες. Από τις δυνατότητές της αστικής τάξης να ελιχθεί και να ξεπεράσει τα προβλήματά της τόσο με την υπόλοιπη κοινωνία όσο και με τα ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και από τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να απαντήσει στην κατάσταση.


Όμως ο δρόμος για το φασισμό και την ανάπτυξή του έχει ήδη ανοιχτεί και στρωθεί από την αστική τάξη, όταν η τελευταία προσπαθεί να βρει λαϊκά ερείσματα, από τη μια χτυπώντας την ίδια την πολιτική της έκφραση αποστασιοποιούμενη από αυτήν φραστικά και όχι μόνο και από την άλλη χτυπώντας και λοιδορώντας κάθε εργατική πολιτική έκφραση, αξιοποιώντας ιστορικές ήττες ή μεγάλες κάμψεις και πισωγυρίσματα του εργατικού κινήματος.


Η Γερμανία και συνολικά η Ευρώπη του μεσοπολέμου είναι μια τέτοια περίπτωση.  Η αποτυχία της επανάστασης του 18 στη Γερμανία, αλλά και η έξαρση του εργατικού κινήματος στην Ιταλία, την Ελβετία, το Βέλγιο και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εκείνη την εποχή που αναγκάστηκε να υποχωρήσει τόσο κάτω από τη σκληρή βία και το κυνηγητό της αστικής τάξης, όσο και από δικά του λάθη είναι ένα χαρακτηριστικό της εποχής. Η οικονομική κρίση του 29 που ξεκίνησε από την Αμερική για να απλωθεί και στην Ευρώπη, διαλύοντας εντελώς την κοινωνική και όποια εναπομένουσα πολιτική δομή των χωρών είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό που γέννησε το έδαφος για να προελάσουν οι ναζιστικές και άλλες φασιστικές ιδέες. Σήμερα δε ζούμε σε πολύ διαφορετική κατάσταση.


Ο φασισμός της αστικής τάξης δρα ακριβώς στον αντίποδα και γι’ αυτό ακριβώς αντίθετα από την επανάσταση της εργατικής τάξης σε όλα του τα σημεία. Έχει ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό: εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης, όταν η ιστορική συγκυρία φέρνει την αστική τάξη σε πλήρη σύγκρουση με την κοινωνία και τα συμφέροντά της.


Όμως δρώντας ακριβώς αντίθετα, εκεί που η επανάσταση έχει για πρωτεργάτη της την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και έχει καταφέρει να κερδίσει την ανοχή ή και τη συμπάθεια των μικροαστικών, ακόμα και μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας, ο φασισμός προσπαθεί να σαγηνεύσει τα μικροαστικά και μεσαία στρώματα τη στιγμή ακριβώς που η εργατική τάξη, χαμένη, διαλυμένη, αποπροσανατολισμένη και αμήχανη αδυνατεί να παρέμβει στις εξελίξεις.


Εκεί που η επανάσταση διακηρύσσει την αξιοποίηση των δυνάμεων της κοινωνίας ενώνοντάς την έτσι σε κοινούς στόχους και συνθήματα, ο φασισμός προπαγανδίζει την υποδούλωση των «άλλων», σπέρνοντας διχόνοιες και κομματιάζοντας την κοινωνία σε αντιμαχόμενες ομάδες φυλετικές, θρησκευτικές, οικονομικές ή ό,τι άλλο.


Εκεί που η εργατική τάξη με την επανάσταση στρέφεται ενάντια στην αστική τάξη, μοναδική και πραγματική υπαίτιο, για να σώσει και να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά το σύνολο της κοινωνίας, η αστική τάξη με το φασισμό στρέφεται ενάντια στην κοινωνία στο σύνολό της, χωρίς να διστάζει ακόμα και να την καταστρέψει,  προσπαθώντας να σώσει την εξουσία της, έστω κι αν ούτε κι αυτό δεν μπορεί εντέλει να καταφέρει. Εκεί που η επανάσταση ζητάει ειρήνη, ο φασισμός ετοιμάζει τον πόλεμο.


Ωστόσο, το ότι ο φασισμός είναι προϊόν του καπιταλισμού και μάλιστα του τελευταίου του σταδίου, του ιμπεριαλισμού, δεν αναιρεί την υποχρέωση των μαρξιστών να εξετάσουν και να απαντήσουν τόσο ιδεολογικοπολιτικά όσο και πρακτικά τις διάφορες και διαφορετικές κάθε φορά εκφράσεις του, αποτέλεσμα και αυτές των συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και γεωστρατηγικών αναγκών.


Σήμερα ο ιμπεριαλισμός, παρά και τις μεγάλες αλλαγές της δεκαετίας του '90 στις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, στέκεται μπροστά στις εξελίξεις απόλυτα αποδυναμωμένος.


Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά και οι αντιιμπεριαλιστικές εστίες που και σήμερα εξακολουθούν να ξεπηδάνε σε διάφορα σημεία του κόσμου και να πετυχαίνουν μεγαλύτερες ή μικρότερες νίκες (π.χ. Λατινική Αμερική, Ανατολική Ουκρανία κλπ.), η οικονομική άνοδος δυνάμεων αν όχι διακηρυγμένα αντιιμπεριαλιστικών, αλλά που πάντως αναπτύσσονται ενάντια και όχι παράλληλα στα σημερινά ιμπεριαλιστικά κέντρα (π.χ. BRICS) και η σοβαρή ανάπτυξη δυνάμεων ως ένα βαθμό αντικειμενικά αντιιμπεριλιαστικών (π.χ. Κίνα, Ρωσία), έχουν διαμορφώσει ένα καινούριο σκηνικό στον παγκόσμιο γεωστρατηγικό χάρτη.


Από την άλλη, η κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τόσο τα προηγούμενα χρόνια και κυρίως τα χρόνια της κρίσης, έχει αφήσει ένα ανεκπλήρωτο, ακόμα τουλάχιστον, κενό στα ίδια τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως σε αυτό των ΗΠΑ, που όπως κι εσύ αναλυτικά αναφέρεις, κάνει τον ιμπεριαλισμό εντελώς αδύναμο να ξεπεράσει έστω και προσωρινά την κρίση που τον χτύπησε.


Ο φασισμός και τα διάφορα μορφώματά του, εμφανίζονται σήμερα με αυτή τη διαφοροποίηση σε σχέση με αυτόν του μεσοπολέμου, μια διαφοροποίηση που αντανακλά ακριβώς τον ίδιο το βαθμό σαπίσματος του ιμπεριαλισμού ή εντέλει τον ίδιο το βαθμό ωρίμανσης της μεταβατικής εποχής περάσματος στο σοσιαλισμό, εποχή που ξεκίνησε με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.


Αν στο μεσοπόλεμο ο φασισμός και το παρακλάδι του ο ναζισμός παρουσιάστηκαν με το δόγμα του επεκτατισμού και κατάφεραν μέσα από το καθεστώς του πολέμου, έστω και προσωρινά, να ενώσουν τις κοινωνίες και τις χώρες στις οποίες επικράτησαν (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ιαπωνία) σήμερα τα πράγματα παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικά. Ο φασισμός, όπου εμφανίζεται περνάει τη λογική του "καθαρού" και "δικού μας" έστω και μικρού εθνικού χώρου, ακόμα και αν αυτό χρειάζεται να περάσει μέσα από τη λαίλαπα ενός πολέμου.


Αυτό εκφράστηκε στην Ουκρανία, όπου οι φασίστες από την πρώτη στιγμή πέρασαν σε μέτρα "ξεκαθαρίσματος" όπως απαγόρευση γλωσσών κλπ. και έφτασαν μέχρι και στη στρατιωτική επίθεση ενάντια σε κομμάτια του πληθυσμού τους μέσα μάλιστα από μισθοφορικούς στρατούς και υποχρεωτικές επιστρατεύσεις.


Αυτό εκφράστηκε στις αντεπαναστατικές διαδικασίες στη Βενεζουέλα. Αυτό εκφράζεται και από τα διάφορα πολιτικά μορφώματα στη Μ. Βρετανία και αλλού, όπου μιλάνε για ξεχωριστά έθνη και εκφράζονται με αντιευρωπαϊκά συνθήματα. Αυτό εκφράζεται και με τα ρατσιστικά συνθήματα για "καθαρά έθνη" στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό εκφράζεται τέλος, ακόμα και σε χώρες όπου ο ιμπεριαλισμός, κυρίως ο αμερικάνικος, επιτέθηκε επεκτατικά και τις κατέκτησε ή ανέτρεψε εξουσίες όπως στο Ιράκ, στη Λιβύη και εν γένει στον αραβικό κόσμο.


Εκείνο που παντού παραμένει βασικός παρονομαστής είναι το κατακερμάτισμα της κοινωνίας, που στην πιο ακραία του μορφή φτάνει μέχρι και σε άγριους σπαραγμούς που παίρνουν τη μορφή εμφύλιων συρράξεων, χωρίς να μπορούν να είναι καν τέτοιες, αφού δεν έχουν ξεκαθαρισμένη πολιτική στόχευση και γίνονται μόνο για να διαλυθεί η κοινωνία και όχι για να πάρει μια κάποια, τέτοια ή αλλιώτικη, κοινωνικοπολιτική μορφή και κατεύθυνση.


Σε αυτές τις συνθήκες ο φασισμός γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνος και καταστροφικός, αλλά κυρίως αποκτάει ένα καινούριο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, γίνεται πιο μόνιμος. Αν δηλαδή οι φασιστικές εξάρσεις του μεσοπολέμου κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να κυριαρχήσουν, να σπείρουν την καταστροφή και λίγο μετά να πέσουν νικημένες από τον Κόκκινο Στρατό και την ένοπλη αντίσταση των λαών, σήμερα αυτό μπορεί να αποδειχτεί μια διαδικασία μακρόπνοη, που θα βουλιάζει όλο και περισσότερους λαούς κάθε μέρα σε μια "εμφυλιακή" πολεμική κατάσταση χωρίς τέλος, χωρίς ούτε καν αυτό το τέλος μιας επίπονης κατοχής.


Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να δούμε πώς διαρθρώνονται οι κοινωνικές τάξεις και τα άλλα κοινωνικά στρώματα απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Η αστική τάξη από τη μεριά της, δεμένη απόλυτα και για πολλά χρόνια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, είναι τόσο ανίκανη όσο και απρόθυμη να παίξει οποιοδήποτε προοδευτικό ρόλο, ακόμα και η μικρή, η ντόπια εξαρτημένη ή και κατεκτημένη σε μερικές χώρες αστική τάξη. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να "παίζει" με τέτοιου είδους φασιστικά μορφώματα.


Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην Ελλάδα και εκφράζεται μέσα από τη στάση του βασικού της πολιτικού εκφραστή, της Ν.Δ., όπου από τη μια στέλνει στη φυλακή ηγετικά στελέχη της ΧΑ και από την άλλη προσπαθεί να μαζέψει στις γραμμές της όσο περισσότερα φασιστογενή στελέχη γίνεται (π.χ. Βορίδης, Γεωργιάδης, Καρατζαφέρης), όχι σε μια προοπτική αλλαγής και εξάλειψης της νοοτροπίας τους, αλλά αντίθετα σε μια κατεύθυνση εξάπλωσης των ιδεών τους με συχνές παρουσίες και δηλώσεις στα μμε (π.χ. Γεωργιάδης εκπρόσωπος τύπου), στεγασμένα μάλιστα σε ένα κοινωνικά αποδεκτό και πολιτικά πλατύ κόμμα όπως είναι η Ν.Δ. με μια βάση που δε συρρικνώθηκε ποτέ κάτω από το 26% του εκλογικού σώματος (τουλάχιστον στα προκρισιακά χρόνια, αλλά ακόμα και σήμερα διατηρείται κοντά στο 20%) και αντίστοιχη κοινωνική απήχηση ακόμα και στα λαϊκά στρώματα.


Και ο άλλος πολιτικός εκφραστής των συμφερόντων της αστικής τάξης στη χώρα, το ΠΑΣΟΚ, παρά τη συρρικνωμένη βάση και πολιτική του δύναμη τα τελευταία χρόνια, κρατάει δεσμούς με το φασιστικό χώρο  καθώς πολλά πρώην μέλη ακόμα και στελέχη του ψηφίζουν και υποστηρίζουν φανερά το χώρο, ενώ στο μαζικό κίνημα (δήμους, σωματεία κλπ.) αρνούνται να σταθούν αποφασιστικά απέναντί του.


Σε άλλες χώρες αυτή η στάση της αστικής τάξης είναι ακόμα πιο πέρα, σε απόλυτη σύμπνοια με το φασιστικό χώρο, όπως έδειξαν οι εξελίξεις στην Ουκρανία, αλλά και η στάση των υπόλοιπων αστικών κυβερνήσεων απέναντι στην κατάσταση στη χώρα αυτή, όπου όχι μόνο ανέχτηκαν την άνοδο των φασιστικών στοιχείων, αλλά και την επιδίωξαν και τη στήριξαν όσο περισσότερο μπορούσαν.


Από την άλλη τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα της κοινωνίας είναι όπως προείπα αυτά που πρώτα και κύρια προσπαθεί να προσεταιριστεί ο φασισμός. Αυτός ο δρόμος σήμερα περνάει μέσα από το φόβο.


Οι ίδιοι οι αστοί αρθρογράφοι παραδέχονται σήμερα ότι ο δρόμος για την τρομοκρατία μοιάζει να ανοίγεται από τα ίδια τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως από τις ΗΠΑ, που είναι και το κυριότερο. “Η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σχεδιασμένη για να αυξάνει την τρομοκρατία” γράφει ο Νόαμ Τσόρκι και αυτό τόσο λίγο είναι τυχαίο, όσο πολύ είναι αλήθεια.

Είναι γνωστές πλέον οι πολύ καλές σχέσεις και οι χρηματοδοτήσεις που έχουν πάρει από τις ΗΠΑ και τις μυστικές τους υπηρεσίες διάφορες ομάδες που πρωτοπαρουσιάστηκαν σαν σύμμαχοί τους, για να εξελιχθούν ή να βαπτιστούν πολύ γρήγορα σε τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως οι Ταλιμπάν παλιότερα ή οι Τζιχάντ σήμερα και με αφορμή αυτούς να αρχίσουν κύκλοι επιθέσεων σε διάφορες μεριές του κόσμου.


Σε μια τέτοια κατάσταση, το μόνο που μπορεί να πετύχει να σταματήσει έναν τέτοιο κατήφορο είναι η αντίδραση της εργατικής τάξης. Αφού είναι η μόνη τάξη που ποτέ δεν είχε, γιατί δε θα μπορούσε να έχει, κανένα αντικειμενικό συμφέρον από το φασισμό, ακριβώς όπως κανένα αντικειμενικό συμφέρον δεν έχει και από τον ιμπεριαλισμό.


Τον ίδιο ιμπεριαλισμό, που όταν είναι στα πάνω του καταστρέφει και ευτελίζει συστηματικά την εργατική τάξη των χωρών του με τις αποβιομηχανοποιήσεις, παρασιτίζοντάς την και εκφυλίζοντάς την σε απλό καταναλωτή, μέσα από τον οποίο και στο όνομα του κέρδους των τεράστιων μονοπωλιακών του ενώσεων, καταστρέφει συστηματικά τους πόρους της ζωής της, τόσο τους φυσικούς πόρους, για συνεχείς επεκτάσεις χωρίς νόημα και σκοπό, όσο και τους ανθρώπινους πόρους μέσα από τις δια βίου μισό-εκπαιδεύσεις και μισό-ειδικεύσεις και τις χωρίς τελειωμό εναλλαγές ανεργίας και μισό-εργασίας, δένοντάς την πισθάγκωνα με δάνεια, προκαταλήψεις, προπαγάνδες, μόδες και μια σειρά άλλους μηχανισμούς.


Και από την άλλη, για την εργατική τάξη των μη ιμπεριαλιστικών χωρών, επιφυλάσσει τη μοίρα της συνεχούς εξαθλίωσης, μεταφέροντας εκεί τις έδρες των εργοστασίων του για πολλή, ανεξέλεγκτα κοπιαστική και ελάχιστα αμειβόμενη εργασία, μεταφέροντας εκεί τα απόβλητά του και ανοίγοντας έτσι τους ασκούς του Αιόλου, σπέρνοντας παντού αρρώστιες, λοιμούς και ό,τι μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί και να προβλέψει ο ανθρώπινος νους, ανείπωτες δυστυχίες και καταστροφές, η μία μετά την άλλη.


Ενώ όταν βρίσκεται σε κρίση ή ακόμα και για να προλάβει ή να καθυστερήσει μια επερχόμενη κρίση, μετατρέπει από τη μια την εργατική τάξη των ιμπεριαλιστικών χωρών σε μισό-εξαθλιωμένους άνεργους διαρκείας και σε στρατό ούτε καν μισθοφορικό, αλλά απλώς σε νοικιασμένους από ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες (καινούριο εφεύρημα αυτό) στρατιώτες-κιμά για τα κανόνια τους, σε πολέμους χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς τέλος, που απλώς γεννάνε ο ένας τον άλλον.


Και από την άλλη χτυπάει τις εξαρτημένες μη ιμπεριαλιστικές χώρες βρίσκοντας ή και δημιουργώντας διάφορες αφορμές, χρηματοδοτώντας παράλληλα "αντιτιθέμενες" σε εισαγωγικά ή μη ομάδες, κατακερματίζοντάς τες ξανά και ξανά όπως έκανε τόσα χρόνια στην Αφρική, όπως προσπαθεί να κάνει τώρα στη Μέση Ανατολή ή ακόμα και στην Ευρώπη, εξαθλιώνοντας απόλυτα την εργατική τάξη και τον υπόλοιπο λαό, μετατρέποντας ακόμα και τα γυναικόπαιδα σε στόχο βομβαρδισμών και βορρά κανονιών, από την άλλη άκρη της κάννης αυτή τη φορά.


Πουθενά λοιπόν και σε καμιά συνθήκη η εργατική τάξη αντικειμενικά δεν μπορεί και δεν έχει συμφέρον από τον ιμπεριαλισμό, ούτε στις χώρες που είναι έδρα ιμπεριαλιστικών ενώσεων ούτε και στις υπόλοιπες. Ενώ η μόνη τρομοκρατία που πραγματικά φοβίζει την εργατική τάξη, είναι αυτή της απόλυσης, της ανεργίας, της απλήρωτης εργασίας, των χαμηλών μισθών και συντάξεων, του κυνηγητού των αφεντικών. Δεν μπορεί λοιπόν αντικειμενικά η εργατική τάξη να συμπράξει ουσιαστικά ούτε με τον ιμπεριαλισμό, ούτε με το φασισμό, πολύ περισσότερο με αυτόν, το πιο ωμό, το πιο βίαιο, το πιο ξεδιάντροπο γέννημα του ιμπεριαλισμού.


Αυτό φαίνεται και στο πολιτικό προσωπικό της εργατικής τάξης, που όσο κι αν σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες αποδεικνύεται λαθεμένο, ανίκανο, μικρό για τις περιστάσεις, ακόμα και ελεγχόμενο ενίοτε, εξαρτημένο και δεμένο με διάφορους μηχανισμούς επιδοτήσεων, χρηματοδοτήσεων, βολέματος κλπ., παρά τα όποια και πολλά προβλήματά του, σε όλο το πλάτος της κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, κομμουνιστικής, λαϊκής, ή όπως αλλιώς και αν ονομαστεί, ήταν πάντα και είναι ο πιο εκφρασμένος αντίπαλός του φασισμού και ο πιο ονομαστός εχθρός του.


Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό, με βάση μια τέτοια ανάλυση, είναι αγώνας της εργατικής τάξης που αναγκαστικά δίνεται συνυφασμένος με τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό γενικότερα και κυρίως ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που είναι και ο κυριότερος και ισχυρότερος και η κινητήρια θα λέγαμε δύναμή του.


Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ενάντια στο φασισμό που αυτός καθημερινά γεννάει, είναι η αιχμή του αγώνα της εργατικής τάξης σήμερα, ακόμα και όταν και εκεί που δεν ονομάζεται έτσι, γιατί φασισμός τελικά είναι η κάθε ωμή, βίαιη και έξω από τα όρια επίθεση του ιμπεριαλισμού, είτε αυτή ντύνεται το μανδύα της αντιτρομοκρατικής δίωξης, είτε τη μορφή της οικονομικής καταδυνάστευσης από κάποιο δικαστήριο με αφορμή γελοία ποσά δανείων, όπως προσπαθήθηκε να γίνει πρόσφατα στην Αργεντινή, είτε με όποια άλλη μορφή κι αν παρουσιάζεται και όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται.


Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στο φασισμό που αυτός γεννάει καθημερινά, είναι αγώνας που θα δώσει η εργατική τάξη, μαζί με μεγάλο μέρος της κοινωνίας, καθώς όλη την κοινωνία φέρνει απέναντί του ο ιμπεριαλισμός όσο σαπίζει και χρεοκοπεί και όταν φτάνει στη μορφή του φασισμού κυριολεκτικά τη διαλύει.


Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στο φασισμό που αυτός γεννάει καθημερινά, είναι ο τελευταίος προμαχώνας, η τελευταία μάχη που καλείται να δώσει η εργατική τάξη και που αν την κερδίσει θα ανοίξει ο δρόμος για όλη την κοινωνία, για να προχωρήσει σε ένα αύριο ανώτερο και καλύτερο από το σήμερα, ίσως όχι χωρίς προβλήματα, αλλά όπου οι λαοί θα χτίζουν το  μέλλον τους με ειρήνη, αξιοποιώντας και ανταλλάσσοντας τους πόρους, τις γνώσεις και τις δυνατότητές τους, μα αν τον χάσει η κοινωνία είναι καταδικασμένη να πέσει για πολλά χρόνια σε ένα βούρκο γεμάτο λάσπη ερειπίων και αίμα λαών, έναν απύθμενο βούρκο απ' όπου οι όποιες σπασμωδικές κινήσεις της για να ξεφύγει θα την πηγαίνουν απλώς βαθύτερα, αντί να την απαγκιστρώνουν απ' αυτόν.


Με βάση τα τρία παραπάνω χαρακτηριστικά είναι ανάγκη να κινηθούν οι κομμουνιστές για να οργανώσουν την πάλη της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών μαζών σήμερα. Και πάνω σε αυτά νομίζω ότι πρέπει να ανοίξουμε την κουβέντα μας, όσο πιο πλατιά γίνεται, ακριβώς όπως θα είναι, ή πρέπει να είναι και οι μάχες που μας περιμένουν: πλατιές όσο γίνεται στον κόσμο που κινητοποιούν από τη μια, με τους υψηλότερους ωστόσο δυνατούς στόχους από την άλλη. Μάχες για το χτύπημα, αλλά και πολύ περισσότερο και για το ξεπέρασμα τελικά του ιμπεριαλισμού.


Παρότι υπάρχουν κι ένα-δύο ακόμα σημεία που θεωρώ αναγκαίο να «πιάσουμε την κουβέντα» και με την πρώτη ευκαιρία θα προσπαθήσω να σου γράψω και γι’ αυτά, θα μείνω για την ώρα στα παραπάνω. Περιμένοντας τις δικές σου θέσεις και ανταπαντήσεις πάνω σε αυτά, σταματώ εδώ γιατί, εκτός των άλλων, πρέπει να έχουμε πάντα λόγους να «ανταμώνουμε».