30 Ιουνίου 2024

Η Ρωσία ανησυχεί για μια ΝΑΤΟϊκή επίθεση. Και να γιατί.

 

Από  τον Igor Istomin, αναπληρωτή επικεφαλής 

του Τμήματος Εφαρμοσμένης Ανάλυσης Διεθνών 

Προβλημάτων στο Πανεπιστήμιο MGIMO της Μόσχας.

 

 

Η πιθανότητα ενός διευρωπαϊκού πολέμου είναι σήμερα πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή, από τα μέσα του 20ού αιώνα. Δυτικοί αναλυτές συζητούν διάφορα σενάρια μιας πιθανής σύγκρουσης, ενώ αξιωματούχοι εικάζουν ανοιχτά την πιθανότητά της και συζητούν ακόμη και συγκεκριμένους χρονικούς ορίζοντες.

 

Σε μια πρόσφατη ομιλία του, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι οι ενέργειες των δυτικών κυβερνήσεων έχουν φέρει τον κόσμο «στο σημείο χωρίς επιστροφή». Την ίδια στιγμή, η εσωτερική συζήτηση στη Ρωσία κυριαρχείται από την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναγνωρίζουν τους καταστροφικούς κινδύνους μιας άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Μόσχα και θα επιδιώξουν να την αποφύγουν, για λόγους αυτοσυντήρησης.

 

Αυτές οι αντιλήψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Δύση, παρά την επιθετικότητα και την αλαζονεία της, καθοδηγείται στις πολιτικές της από μια ορθολογική ισορροπία οφέλους και κόστους βασισμένη στην υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων. Η εμπειρία του παρελθόντος, ωστόσο, δεν μας πείθει ότι το μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ είναι ικανό να ακολουθήσει μια ισορροπημένη και ορθολογική πορεία.

 

Στη διάρκεια των δεκαετιών του 2000 και του 2010, η Δύση επανειλημμένα ενεπλάκη σε στρατιωτικές περιπέτειες από τις οποίες στη συνέχεια αναζήτησε μια οδυνηρή διέξοδο. Αρκεί να αναλογιστούμε τα παραδείγματα των επεμβάσεων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη. Φυσικά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι κίνδυνοι ήταν σημαντικά χαμηλότεροι από ό,τι στην περίπτωση ενός υποθετικού πολέμου με τη Ρωσία. Αλλά και το διακύβευμα ήταν επίσης σημαντικά χαμηλότερο.

 

Σε μια πρόσφατη δήλωσή του ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν παραδέχεται ότι: «Αν ποτέ αφήσουμε την Ουκρανία να ηττηθεί, σημειώστε τα λόγια μου, θα δείτε την Πολωνία να φεύγει και όλες αυτές τις χώρες κατά μήκος των πραγματικών συνόρων της Ρωσίας να διαπραγματεύονται μόνες τους». Έτσι, η παλιά καλή «θεωρία του ντόμινο» κυριαρχεί ξανά τη σκέψη των δυτικών ελίτ που χαράσσουν στρατηγικές. 

 

Η διαιρεμένη αντίληψη της Δύσης

Η αυξανόμενη πικρία των δυτικών χωρών προς τη Ρωσία είναι συνεπής με τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τις ένοπλες συγκρούσεις από την άποψη της λογικής του προληπτικού πολέμου. Αντί να συνδέει τις διακρατικές συγκρούσεις με έναν επιθετικό τυχοδιωκτισμό, αυτό το μοντέλο βλέπει την κλιμάκωση σαν προϊόν των φόβων τους για το μέλλον. Η πεποίθηση ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί με την πάροδο του χρόνου οδηγεί τα κράτη να κάνουν όλο και πιο ριψοκίνδυνους ελιγμούς, που θα μπορούσαν να περιέχουν ακόμα και τη χρήση βίας.

 

Σε όλη την ιστορία, οι μεγάλοι πόλεμοι ήταν συχνά προϊόν μιας λογικής, πρόληψης– η επιθυμία να χτυπήσουν πριν από την αναμενόμενη αποδυνάμωση. Για παράδειγμα, η κατάρρευση του συστήματος του ηπειρωτικού αποκλεισμού, οδήγησε τον Ναπολέοντα να επιτεθεί στη Ρωσία. Οι γερμανικοί φόβοι για τις προοπτικές εκσυγχρονισμού του ρωσικού στρατού ήταν το έναυσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Μια παρόμοια δυναμική μπορεί να παρατηρηθεί και σήμερα στην πολιτική της Δύσης, η οποία έχει επενδύσει αξιοσημείωτους πόρους στην αντιμετώπιση της Ρωσίας.

 

Το γεγονός ότι η Μόσχα δεν δέχεται να χάσει με κανέναν τρόπο, αλλά αντίθετα, κινείται σταδιακά προς την επίτευξη των στόχων της, μπορεί μόνο να οδηγήσει σε απόγνωση τη μεριά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Αυτό δεν οδηγεί στη συμφιλίωση, αλλά στην αναζήτηση αποτελεσματικότερων μέσων για να εμποδίσουν τη Ρωσία.

 

Έχοντας αποτύχει στα σχέδιά της να καταστρέψει τη ρωσική οικονομία με περιοριστικά μέτρα και να προκαλέσει στη Μόσχα μια στρατηγική ήττα από το Κίεβο, η Δύση κινείται όλο και πιο κοντά στο χείλος της άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Ταυτόχρονα, γίνεται όλο και πιο ανάλγητη στις πιθανές συνέπειες ενός τέτοιου σεναρίου. Ακριβώς όπως οι παίκτες στο καζίνο, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αυξάνουν το διακύβευμα με κάθε διαδοχικό στοίχημα.

 

Ο αυξανόμενος τυχοδιωκτισμός είναι σαφώς ορατός στη συζήτηση για την ανάπτυξη δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Επιπλέον, όχι μόνο οι υστερικοί ηγέτες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και οι φαινομενικά πιο υπεύθυνοι Αμερικανοί στρατηγοί έχουν αρχίσει να συζητάνε αυτό το ενδεχόμενο. Για παράδειγμα, ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού των ΗΠΑ, Charles Brown, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στη χώρα είναι αναπόφευκτη.

 

Η προθυμία της Δύσης να αναλάβει κινδύνους ενισχύεται από την αντιφατική, αν όχι σχιζοφρενική, άποψή της για τη Ρωσία. Τα δημόσια πρόσωπα δεν κουράζονται ποτέ να ισχυρίζονται ότι οι δυνατότητες της Μόσχας υπερεκτιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, ενώ έχουν αποδυναμωθεί περαιτέρω από την επιχείρηση στην Ουκρανία. Και την ίδια στιγμή, χωρίς να αντιλαμβάνονται καν την παραφωνία, δικαιολογούν τη συσσώρευση των δικών τους ενόπλων δυνάμεων στη βάση μιας αυξανόμενης ρωσικής απειλής. Ένας Ιρλανδός συγγραφέας κάποτε χαρακτήρισε αυτό το είδος σκέψης ως «Ρωσοφρένεια».

 

Η ασυνέπεια είναι επίσης εμφανής στην απεικόνιση της Ρωσίας ως ακόρεστα επεκτατικής και αποφασισμένης να εισβάλει στους γείτονές της, συνδυασμένης με την επίκληση στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, το οποίο εγγυάται ότι τα μέλη του ΝΑΤΟ θα παρέχουν αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός από αυτούς.

Η απεικόνιση της Ρωσίας σαν μια «χάρτινη τίγρη» - έναν επιθετικό αλλά αδύναμο παράγοντα - θέτει τις βάσεις προληπτικών κλιμακώσεων, για την αντιστροφή των δυσμενών για τη Δύση τάσεων αντιπαράθεσης. Και αυτές (οι προληπτικές κλιμακώσεις) μπορούν να λάβουν χώρα, όχι μόνο στην Ουκρανία.

 

Η ιδέα του περιορισμού της πρόσβασης της Μόσχας στη Βαλτική Θάλασσα, η οποία αγνοεί την αναπόφευκτη απάντηση στην απειλή που αυτό σημαίνει για το Καλίνινγκραντ, είναι απόδειξη αυτού και εισάγεται τακτικά στις δυτικές συζητήσεις.

 

Quo Vadis;

Μέχρι στιγμής, η ιδέα μιας ένοπλης επίθεσης στη Ρωσία δεν έχει εκφραστεί ρητά από δυτικούς πολιτικούς. Επί του παρόντος, μιλούν για αύξηση του διακυβεύματος με την προσδοκία ότι η Μόσχα δεν θα τολμήσει να απαντήσει. Επιπλέον, εξακολουθεί να εκφράζεται η θέση ότι το ΝΑΤΟ και τα κράτη μέλη του δεν θέλουν μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση. Αυτές οι διαβεβαιώσεις, ωστόσο, δεν εξαλείφουν δύο κινδύνους.

Πρώτον, η Δύση μπορεί να παίζει με την αξιοπιστία της πυρηνικής αποτροπής και να δημιουργεί προκλήσεις τέτοιες, που η Μόσχα να αναγκαστεί να υπερασπιστεί τα ζωτικά της συμφέροντα με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Οι προαναφερθείσες απειλές για κλείσιμο της Βαλτικής Θάλασσας φλερτάρουν ακριβώς με έναν τέτοιο κίνδυνο.

 

Δεύτερον, η εδραιωμένη τάση για συνεχή αύξηση του τυχοδιωκτισμού, ενέχει την προοπτική περαιτέρω αλλαγών πολιτικής από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η λογική της αντιπαράθεσης τείνει να αυξάνει το διακύβευμα, κυρίως λόγω της συσσώρευσης του κόστους που έχει ήδη προκαλέσει. Ως αποτέλεσμα, τα διαθέσιμα μέσα αρχίζουν πλέον να υπαγορεύουν τους επιδιωκόμενους στόχους.

 

Ένας άλλος παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο αντιπαράθεσης είναι η συλλογική φύση της Δύσης. Οι εσωτερικές συζητήσεις τείνουν να τονίζουν την άνιση φύση των σχέσεων στο ΝΑΤΟ λόγω της σαφούς κυριαρχίας της Ουάσιγκτον. Εν τω μεταξύ, το καθεστώς υποτέλειας των ευρωπαϊκών κρατών είναι αυτό που αυξάνει το ενδιαφέρον τους για κλιμάκωση.

 

Η προοπτική ότι η Ουάσιγκτον, απασχολημένη με τον ανταγωνισμό της με την Κίνα, θα χάσει το ενδιαφέρον της και θα επικεντρωθεί εκ νέου στις ασιατικές υποθέσεις, είναι ένας συνεχής φόβος των διατλαντικών συμμάχων της. Η ενσάρκωση αυτού του φόβου είναι η φιγούρα του Donald Trump, αλλά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπάρχει ο φόβος ότι αυτό το σενάριο θα συμβεί ανεξάρτητα από την προσωπικότητα οποιουδήποτε συγκεκριμένου ηγέτη.

 

Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ πιστεύουν ότι ο χρόνος λειτουργεί εναντίον τους. Κατά συνέπεια, η αντιπαράθεση με τη Ρωσία αποκτά μια εργαλειακή λειτουργία, βοηθώντας να δικαιολογηθεί η διατήρηση της προσοχής της Ουάσιγκτον στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Η συζήτηση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ σχετικά με τη χρηματοδότηση του Κιέβου στις αρχές του 2024 έχει ήδη γίνει σημείο αφύπνισης, καταδεικνύοντας ότι οι ΗΠΑ είναι βυθισμένες στις δικές τους υποθέσεις.

 

Καθοδηγούμενα από τη λογική της πρόβλεψης, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η πρόκληση μιας σύγκρουσης τώρα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν εμπλεκόμενες στη σύγκρουση στην Ουκρανία και στον περιορισμό της Ρωσίας, είναι προτιμότερη από την προοπτική να φέρουν το βάρος της αντιμετώπισης της Μόσχας μόνες τους στο μέλλον - ένα σενάριο που δεν το αποκλείουν.

 

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πιο ανεύθυνες και ριζοσπαστικές προτάσεις - όπως η αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία ή η επέκταση των εγγυήσεων του ΝΑΤΟ σε εδάφη που ελέγχονται από το Κίεβο - προέρχονται από δυτικοευρωπαίους πολιτικούς. Η εσωτερική δυναμική εντός της Δύσης ενθαρρύνει ένα καθεστώς ανταγωνισμού για το ποιος είναι ο πιο αδιάλλακτος μαχητής εναντίον της Ρωσίας.

 

Από το σχεδιασμό στην πράξη

Στην πράξη, τα μέλη του ΝΑΤΟ προετοιμάζονται ενεργά για μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Το νέο μοντέλο του μπλοκ, που εγκρίθηκε στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης το 2022 και τα περιφερειακά σχέδια που καταρτίστηκαν στη βάση του, προβλέπουν την ανάπτυξη σημαντικής δύναμης 300.000 στρατιωτών εντός 30 ημερών, επιπλέον εκείνων που ήδη σταθμεύουν στα σύνορα της Ρωσίας.

 

Αυτό βασίζεται στην ενεργό ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των δυνάμεων από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η περίπτωση της Πολωνίας, η οποία διεκδικεί το καθεστώς του κύριου προπύργιου του ΝΑΤΟ, σαν αυτό που απολάμβανε η Μπούντεσβερ στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη από αυτή την άποψη. Η αύξηση του στρατεύματός της στις 300.000, έχει ως στόχο να καταστήσει τις ένοπλες δυνάμεις της, τον μεγαλύτερο χερσαίο στρατό του μπλοκ μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών μελών.

 

Τα μέλη του ΝΑΤΟ ασκούν ανοιχτά σενάρια μάχης σε πιθανά θέατρα επιχειρήσεων στην Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη. Δίνεται μεγάλη έμφαση στην άντληση διδαγμάτων από τον ένοπλο αγώνα στην Ουκρανία. Για το σκοπό αυτό, δημιουργείται ένα ειδικό κέντρο στο Μπίντγκοστς της Πολωνίας, για να εξασφαλιστεί η τακτική ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ δυτικού και ουκρανικού στρατιωτικού προσωπικού.

 

Ο αδύναμος κρίκος στη δυτική προσπάθεια είναι εδώ και καιρό οι περιορισμένες δυνατότητες της στρατιωτικής βιομηχανίας της. Παρ' όλα αυτά, τα μέλη του ΝΑΤΟ δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή στην υπέρβαση αυτού του προβλήματος. Θα ήταν παράτολμο να περιμένουμε ότι δεν θα είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγή με την πάροδο του χρόνου, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των δεσμών των δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ.

 

Περιγράφοντας τα ενδιάμεσα αποτελέσματα των δυτικών προσπαθειών, οι ειδικοί στο ισχυρό Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, κατέληξαν σε μια πρόσφατη έκθεση ότι το ΝΑΤΟ είναι έτοιμο για μελλοντικούς πολέμους. Ένα τέτοιο ηχηρό συμπέρασμα συνοδεύτηκε από τη διευκρίνιση ότι το μπλοκ πρέπει ακόμη να εργαστεί και να προετοιμαστεί για μια παρατεταμένη αντιπαράθεση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση με τη Ρωσία.

 

Τέτοια αντιφατικά συμπεράσματα εμπειρογνωμόνων υπαγορεύονται σαφώς από πολιτικές σκοπιμότητες – την επιθυμία να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της επιλεγμένης πορείας αποτροπής της Μόσχας, αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη κινητοποίησης των κρατών μελών του ΝΑΤΟ για περαιτέρω αύξηση των προσπαθειών τους στον στρατιωτικό τομέα. Για άλλη μια φορά αυξάνουν το διακύβευμα.

 

Βρίσκοντας τη «χρυσή τομή»

Στην περίπτωση της ερώτησης που τίθεται στον τίτλο, η ανάλυση δείχνει ότι η απάντηση είναι πιθανό να είναι θετική. Η Ρωσία αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο του περιορισμού της κλιμάκωσης σε ένα πλαίσιο χαμηλής δεκτικότητας στα δυτικά σήματα. Οι προσπάθειες να μεταδοθεί η σοβαρότητα της κατάστασης, είτε απορρίπτονται, είτε ερμηνεύονται ως εκδηλώσεις ρωσικής επιθετικότητας.

 

Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, υπάρχει ο κίνδυνος εμείς οι ίδιοι να διολισθήσουμε σε μια παρόμοια υπερβολή, προσπαθώντας να αναγκάσουμε τον εχθρό να εγκαταλείψει την περιπετειώδη γραμμή του με ακόμη πιο ριψοκίνδυνες επιδείξεις αποφασιστικότητας. Μέχρι στιγμής, η ρωσική ηγεσία έχει καταφέρει να αντισταθεί σε αυτούς τους πειρασμούς.

 

Αναμφίβολα, οι προσπάθειες της Δύσης να αυξήσει το διακύβευμα πρέπει να απαντηθούν. Ταυτόχρονα, είναι απόλυτα λογικό να εστιάζουμε στη ζημιά για τα ίδια τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και όχι απλά τους πληρεξουσίους τους (θα πρέπει να επικεντρώνεται στα διαβόητα «κέντρα αποφάσεων»). Οι δηλώσεις σχετικά με την πιθανή μεταφορά όπλων μεγάλου βεληνεκούς στους αντιπάλους των ΗΠΑ και η επίσκεψη ρωσικών πλοίων στην Κούβα είναι λογικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Ίσως το εύρος των απαντήσεων θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει την κατάρριψη μη επανδρωμένων αεροσκαφών που πραγματοποιούν αναγνώριση για την Ουκρανία πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό θα επέτρεπε επίσης την πλήρη απαγόρευση των πτήσεών τους στα παρακείμενα ύδατα. Η ρωσική αποτροπή θα μπορούσε να συμπληρωθεί με ελιγμούς στη Βαλτική, τη Μεσόγειο ή το Βόρειο Ατλαντικό μαζί με άλλα κράτη που θεωρούνται δυτικοί αντίπαλοι.

 

Οι προσδοκίες από την προσπάθεια αποτροπής, πρέπει να σταθμίζονται με την ιστορική εμπειρία, η οποία δείχνει ότι η απάντηση σε τέτοιες ενέργειες είναι πιο συχνά να σκληραίνει τον αντίπαλο, παρά να τον ενθαρρύνει να κάνει παραχωρήσεις. Ειδικότερα, αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα προτάσεων, που ακούγονται μερικές φορές, για πυρηνικά χτυπήματα για σκοπούς επίδειξης. Τέτοιες ενέργειες είναι πιο πιθανό να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που οραματίζονται οι συντάκτες τους, δηλαδή να φέρουν την άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ πιο κοντά και όχι να την απομακρύνουν.

 

(Το άρθρο πάρθηκε από το RT, σε μας ανήκει μόνο η εθύνη της απόδωσης στα ελληνικά από την αγγλική έκδοση που επιμελήθηκε το ίδιο το RT)